μεγαλοσχήμων: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον (Α [[μεγαλοσχήμων]], -ον)<br />(για μοναχό) [[μεγαλόσχημος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεγαλοπρεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχῆμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>σχήμων</i>]. | |mltxt=-ον (Α [[μεγαλοσχήμων]], -ον)<br />(για μοναχό) [[μεγαλόσχημος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεγαλοπρεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχῆμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>σχήμων</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεγᾰλοσχήμων:''' -ον ([[σχῆμα]]), [[μεγαλοπρεπής]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A magnificent, A.Pr.408 (lyr.):—also μεγᾰλό-σχημος, ον, bulky, of particles, Thphr. CP6.1.6.
German (Pape)
[Seite 107] ον, = Vorigem, τιμή, Aesch. Prom. 406.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοσχήμων: -ον, μεγαλοπρεπής, Αἰσχύλ. Πρ. 409. ὡσαύτως -σχημος, ον, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 1, 6. ΙΙ. μεγαλόσχημοι ἢ -σχήμονες, οἱ, μοναχοὶ οἱ ἀφικόμενοι εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν τοῦ ἀσκητικοῦ βίου, καὶ οἱ φοροῦντες τὸ μέγα σχῆμα, Στουδ. 1753D, Εὐστ. Πονημ. 216. 12, κτλ.· καὶ μεγαλοσχημοσύνη, ἡ, ὁ ὕψιστος οὗτος μοναχικὸς βαθμός, αὐτόθι 61.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui a grand air, magnifique.
Étymologie: μέγας, σχῆμα.
Greek Monolingual
-ον (Α μεγαλοσχήμων, -ον)
(για μοναχό) μεγαλόσχημος
αρχ.
μεγαλοπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. ευ-σχήμων].
Greek Monotonic
μεγᾰλοσχήμων: -ον (σχῆμα), μεγαλοπρεπής, σε Αισχύλ.