μεναίχμης: Difference between revisions
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(24) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεναίχμης]], δωρ. τ. μεναίχμας, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αντέχει στη [[μάχη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (ως θηλ. επιθ.) «χειρὶ μεναίχμᾳ» — με δυνατό, ατρόμητο [[χέρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μεν</i>- του [[μένω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αίχμης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αιχμή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καρτερ</i>-<i>αίχμης</i>, <i>φυγ</i>-<i>αίχμης</i>]. | |mltxt=[[μεναίχμης]], δωρ. τ. μεναίχμας, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αντέχει στη [[μάχη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (ως θηλ. επιθ.) «χειρὶ μεναίχμᾳ» — με δυνατό, ατρόμητο [[χέρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μεν</i>- του [[μένω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αίχμης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αιχμή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καρτερ</i>-<i>αίχμης</i>, <i>φυγ</i>-<i>αίχμης</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεναίχμης:''' -ου, Δωρ. -αίχμας, -α, ὁ ([[αἰχμή]]), αυτός που αντέχει το [[δόρυ]], που είναι [[καρτερικός]] στη [[μάχη]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, Dor. μεν-αίχμᾱς, α, ὁ,
A staunch soldier, Anacr.70(dub.): as Adj., χειρὶ μεναίχμᾳ AP6.84 (Paul. Sil.).
Greek (Liddell-Scott)
μεναίχμης: -ου, Δωρ. -αίχμας, α, ὁ, = μενεπτόλεμος, μενέχαρμος, ὁ ἐμμένων, καρτερικὸς ἐν μάχῃ, Ἀνακρ. 74· - τὸ χειρὶ μεναίχμᾳ, ἐν Ἀνθ. Π. 6. 84, δυνατὸν νὰ ἀνήκῃ εἰς τὸ μεναίχμας ἢ νὰ εἶναι τὸ θηλ. τύπου μέναιχμος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
à la lance ferme, inébranlable.
Étymologie: μένω, αἰχμή.
Greek Monolingual
μεναίχμης, δωρ. τ. μεναίχμας, ὁ (Α)
1. αυτός που αντέχει στη μάχη
2. φρ. (ως θηλ. επιθ.) «χειρὶ μεναίχμᾳ» — με δυνατό, ατρόμητο χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν- του μένω + -αίχμης (< αιχμή), πρβλ. καρτερ-αίχμης, φυγ-αίχμης].
Greek Monotonic
μεναίχμης: -ου, Δωρ. -αίχμας, -α, ὁ (αἰχμή), αυτός που αντέχει το δόρυ, που είναι καρτερικός στη μάχη, σε Ανθ.