μηδαμόθεν: Difference between revisions
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μηδαμόθεν]] και [[μηθαμόθεν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> από κανένα [[πρόσωπο]] ή από κανέναν [[τόπο]], από [[πουθενά]]<br /><b>2.</b> από ταπεινή, ευτελή [[καταγωγή]] («πονηρὸν καὶ βίαιον καὶ ὑβριστὴν λαβοῡσιν ἄνθρωποι καὶ μηδένα [[μηδαμόθεν]]», Δημ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηδαμός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ουδαμό</i>-<i>θεν</i>)]. | |mltxt=[[μηδαμόθεν]] και [[μηθαμόθεν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> από κανένα [[πρόσωπο]] ή από κανέναν [[τόπο]], από [[πουθενά]]<br /><b>2.</b> από ταπεινή, ευτελή [[καταγωγή]] («πονηρὸν καὶ βίαιον καὶ ὑβριστὴν λαβοῡσιν ἄνθρωποι καὶ μηδένα [[μηδαμόθεν]]», Δημ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηδαμός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ουδαμό</i>-<i>θεν</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μηδᾰμόθεν:''' επίρρ. του [[μηδαμός]], από [[πουθενά]], σε Ξεν.· [[μηδαμόθεν]] [[ἄλλοθεν]], από κανέναν άλλον [[τόπο]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv. of μηδαμός,
A from no place, X.Cyr. 8.7.14; μ. ἄλλοθεν from no other place, Pl.Phd.70e, GDIiv p.876 (Chios, iv B.C.), etc.; μηδεὶς μ., Lat. nullius filius, D.21.148.
German (Pape)
[Seite 169] von keiner Seite her; μηδ. ἄλλοθεν αὐτὸ γίγνεσθαι ἢ ἐκ τοῦ αὐτῷ ἐναντίου, Plat. Phaed. 70 e; Xen. Cyr. 8, 7, 14; Pol. 5, 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
μηδᾰμόθεν: Ἐπίρρ. τοῦ μηδαμός, ἐκ μηδενὸς τόπου ἢ προσώπου, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 14· μηδαμόθεν ἄλλοθεν, ἐκ μηδενὸς ἄλλου τόπου, Πλάτ. Φαίδων 70Ε, κτλ.· μηδεὶς μηδαμόθεν Δημ. 562. 24.
French (Bailly abrégé)
adv.
d’aucun endroit, d’aucune sorte.
Étymologie: μηδαμός, -θεν.
Greek Monolingual
μηδαμόθεν και μηθαμόθεν (Α)
επίρρ.
1. από κανένα πρόσωπο ή από κανέναν τόπο, από πουθενά
2. από ταπεινή, ευτελή καταγωγή («πονηρὸν καὶ βίαιον καὶ ὑβριστὴν λαβοῡσιν ἄνθρωποι καὶ μηδένα μηδαμόθεν», Δημ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. ουδαμό-θεν)].
Greek Monotonic
μηδᾰμόθεν: επίρρ. του μηδαμός, από πουθενά, σε Ξεν.· μηδαμόθεν ἄλλοθεν, από κανέναν άλλον τόπο, σε Πλάτ.