μίγα: Difference between revisions
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
(25) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μίγα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> ανάμικτα, ανακατωμένα, [[μαζί]] με («[[μίγα]] κωκυτῷ γυναικῶν [[κρύβδα]] πέμπτον», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από θ. <i>μιγ</i>- του [[μίγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>α</i>]. | |mltxt=[[μίγα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> ανάμικτα, ανακατωμένα, [[μαζί]] με («[[μίγα]] κωκυτῷ γυναικῶν [[κρύβδα]] πέμπτον», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από θ. <i>μιγ</i>- του [[μίγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>α</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μίγα:''' [ῐ], επίρρ., σε [[μείξη]] με, με δοτ., σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], Adv.
A mixed, blent with, κωκυτῷ Pi.P.4.113; μ. θηλυτέρῃσιν A.R.4.1345; μ. τῷδε σὺν ἀνδρί together with... Epigr.Gr.386 (Apamea Cibotus).
German (Pape)
[Seite 182] gemischt, vermischt; μίγα κωκυτῷ γυναικῶν, Pind. P. 4, 113; Ap. Rh. 4, 1345.
Greek (Liddell-Scott)
μίγα: [ῐ], Ἐπίρρ. μεμιγμένως, μίγα κωκυτῷ γυναικῶν κρύβδα πέμπον, μεμιγμένως μετὰ κωκυτοῦ γυναικῶν, ὡς ἐκφορὰν τελοῦντες κρυφίως τὴν νύκτα μὲ ἔπεμπον, Πινδ. Π. 4. 202· μίγα τῷδε σὺν ἀνδρί, ὁμοῦ μετὰ τούτου τοῦ ἀνδρός..., Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3962.
French (Bailly abrégé)
adv.
confusément, pêle-mêle ; au milieu de, τινι.
Étymologie: v. μίγνυμι.
English (Slater)
μῐγᾰ
1 mixed with prep. c. dat. “κᾶδος θηκάμενοι μίγα κωκυτῷ γυναικῶν” (P. 4.113)
Greek Monolingual
μίγα (Α)
επίρρ. ανάμικτα, ανακατωμένα, μαζί με («μίγα κωκυτῷ γυναικῶν κρύβδα πέμπτον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. μιγ- του μίγνυμι + επιρρμ. κατάλ. -α].
Greek Monotonic
μίγα: [ῐ], επίρρ., σε μείξη με, με δοτ., σε Πίνδ.