νεόσπορος: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεόσπορος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>μτφ.</b> αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα («τροφὸς δὲ κύματος νεοσπόρου», <b>Αισχύλ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σπόρος]].
|mltxt=[[νεόσπορος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>μτφ.</b> αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα («τροφὸς δὲ κύματος νεοσπόρου», <b>Αισχύλ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σπόρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεόσπορος:''' -ον ([[σπείρω]]), πρόσφατα σπαρμένος, φρεσκοσπαρμένος, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 18:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόσπορος Medium diacritics: νεόσπορος Low diacritics: νεόσπορος Capitals: ΝΕΟΣΠΟΡΟΣ
Transliteration A: neósporos Transliteration B: neosporos Transliteration C: neosporos Beta Code: neo/sporos

English (LSJ)

ον,

   A newly sown, κῦμα A.Eu.659.

German (Pape)

[Seite 244] neu, frisch gefä't, erzeugt, κυμα, Aesch. Eum. 629.

Greek (Liddell-Scott)

νεόσπορος: -ον, ὁ πρὸ μικροῦ σπαρείς, νεόσπαρτος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 659.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
semé ou répandu depuis peu.
Étymologie: νέος, σπείρω.

Greek Monolingual

νεόσπορος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) μτφ. αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα («τροφὸς δὲ κύματος νεοσπόρου», Αισχύλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + σπόρος.

Greek Monotonic

νεόσπορος: -ον (σπείρω), πρόσφατα σπαρμένος, φρεσκοσπαρμένος, σε Αισχύλ.