μουσοπρόσωπος: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μουσοπρόσωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει όψη Μούσας. | |mltxt=[[μουσοπρόσωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει όψη Μούσας. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μουσοπρόσωπος:''' -ον, αυτός που έχει [[μουσική]] όψη, που μοιάζει με μουσικό, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A musical-looking, AP9.570 (Phld.).
German (Pape)
[Seite 211] mit Musenantlitz, Philodem. 32 (IX, 570).
Greek (Liddell-Scott)
μουσοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων μουσικὸν ἐξωτερικόν, Ἀνθ. Π. 9. 570.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a les traits d’une Muse.
Étymologie: μοῦσα, πρόσωπον.
Greek Monolingual
μουσοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει όψη Μούσας.
Greek Monotonic
μουσοπρόσωπος: -ον, αυτός που έχει μουσική όψη, που μοιάζει με μουσικό, σε Ανθ.