μυδαλέος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυδαλέος]], -α και ιων. τ. -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[υγρός]], βρεγμένος, μουσκεμένος<br /><b>2.</b> κατεστραμμένος από την [[υγρασία]], σαπισμένος, μουχλιασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[μυδώ]]].
|mltxt=[[μυδαλέος]], -α και ιων. τ. -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[υγρός]], βρεγμένος, μουσκεμένος<br /><b>2.</b> κατεστραμμένος από την [[υγρασία]], σαπισμένος, μουχλιασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[μυδώ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μυδᾰλέος:''' [ῠ] ], -α, -ον, [[υγρός]], αυτός που στάζει, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Σοφ.
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυδᾰλέος Medium diacritics: μυδαλέος Low diacritics: μυδαλέος Capitals: ΜΥΔΑΛΕΟΣ
Transliteration A: mydaléos Transliteration B: mydaleos Transliteration C: mydaleos Beta Code: mudale/os

English (LSJ)

α, ον,

   A wet, dripping, αἵματι Il.11.54; δάκρυσι Hes.Sc. 270, S.El.166 (lyr.): abs., Hes.Op.556, Antim.90, Hymn.Is.27.    II mouldy, ὀδμή A.R.2.191. [ῠ, but ῡ metri gr. in dactylic verses.]

German (Pape)

[Seite 213] feucht, benetzt; κατὰ δ' ὑψόθεν ήκεν ἐέρσας αἵματι μυδαλέας, von Blut triefend, Il. 11, 54; δάκρυσι, Hes. Sc. 270, vgl. O. 558 u. Soph. El. 162; διὰ μυδαλέοις δάκρυσι κόλπους τέγγουσι, Aesch. Pers. 531; δόναξ ἰξῷ μυδαλέος, Antp. Sid. 17 (VI, 109); auch = durch Feuchtigkeit verdorben, moderig, ὀδμή, Ap. Rh. 2, 191, πνεῖν, ib. 229.

Greek (Liddell-Scott)

μῠδᾰλέος: -α, -ον, ὑγρός, κάθυγρος, στάζων, διάβροχος, αἵματι Ἰλ. Λ. 54· δάκρυσι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 270, Σοφ. Ἠλ. 166· ἀπολ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 558. ΙΙ. ὑγρός, εὐρωτιῶν, ὀδμὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 191. [ῠ, ἀλλάχάριν τοῦ μέτρου ἐν δακτυλικοῖς στίχοις].

French (Bailly abrégé)

α, ον :
humide de, τινι.
Étymologie: μύδος.

Greek Monolingual

μυδαλέος, -α και ιων. τ. -η, -ον (Α)
1. υγρός, βρεγμένος, μουσκεμένος
2. κατεστραμμένος από την υγρασία, σαπισμένος, μουχλιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μυδώ].

Greek Monotonic

μυδᾰλέος: [ῠ] ], -α, -ον, υγρός, αυτός που στάζει, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Σοφ.