ναέτης: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ναέτης]], δωρ. τ. ναέτας, ὁ, ἡ (Α) [[ναίω]]<br />(ως αρσ. και ως θηλ.) [[κάτοικος]].
|mltxt=[[ναέτης]], δωρ. τ. ναέτας, ὁ, ἡ (Α) [[ναίω]]<br />(ως αρσ. και ως θηλ.) [[κάτοικος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ναέτης:''' -ου, ὁ, [[κάτοικος]], σε Σιμων.· ως θηλ., σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νᾰέτης Medium diacritics: ναέτης Low diacritics: ναέτης Capitals: ΝΑΕΤΗΣ
Transliteration A: naétēs Transliteration B: naetēs Transliteration C: naetis Beta Code: nae/ths

English (LSJ)

ου, Dor. νᾰέτας, α, ὁ,

   A inhabitant, Simon.57, Ephipp.5.1 (anap.), AP9.535, Limen.41, IG5(2).474 (Megalopolis): asfem., AP 6.207.10 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 227] ὁ, Bewohner, Einwohner, wie ναιέτης, Archi. 5 (XI, 207), Ep. ad. 427 (IX, 535) u. öfter in der Anth.; χώρας, Ephipp. com. bei Ath. VIII, 348 e.

Greek (Liddell-Scott)

ναέτης: -ου, ὁ, ἔνοικος, κάτοικος, οἰκήτωρ, Σιμων. 6, Ἔφιππ. ἐν «Γηρυόνῃ» 1, Ἀνθ. Π. 9. 535· ὡσαύτως ὡς θηλυκ., Ἀνθ. Π. 6. 207. 10.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
habitant, habitante.
Étymologie: ναίω.

Greek Monolingual

ναέτης, δωρ. τ. ναέτας, ὁ, ἡ (Α) ναίω
(ως αρσ. και ως θηλ.) κάτοικος.

Greek Monotonic

ναέτης: -ου, ὁ, κάτοικος, σε Σιμων.· ως θηλ., σε Ανθ.