νευρά: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(27)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[νευρά]], ιων. τ. [[νευρή]], ποιητ. τ. [[νευρειή]])<br />[[χορδή]] τόξου ή μουσικού οργάνου κατασκευασμένη από [[νεύρο]] ή από [[έντερο]] («οἱ μὲν αὐτῶν [[σφόδρα]] τὰς νευρὰς ἐπιτείνοντες», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[λυγαριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[νεύρο]]].
|mltxt=η (Α [[νευρά]], ιων. τ. [[νευρή]], ποιητ. τ. [[νευρειή]])<br />[[χορδή]] τόξου ή μουσικού οργάνου κατασκευασμένη από [[νεύρο]] ή από [[έντερο]] («οἱ μὲν αὐτῶν [[σφόδρα]] τὰς νευρὰς ἐπιτείνοντες», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[λυγαριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[νεύρο]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νευρά:''' ἡ, Ιων. -ρή, = [[νεῦρον]], [[σχοινί]] ή [[χορδή]] κατασκευασμένη από [[νεύρα]] ή έντερα ζώου, [[χορδή]] τόξου, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 19:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευρά Medium diacritics: νευρά Low diacritics: νευρά Capitals: ΝΕΥΡΑ
Transliteration A: neurá Transliteration B: neura Transliteration C: nevra Beta Code: neura/

English (LSJ)

Ion. νευρή, ἡ, Ep. gen. sg. νευρῆφι(ν) Il.8.309, 15.313, 21.113:—

   A string or cord of sinew, in Ep. usu. bowstring, ν. ἐϋστρεφής, νεόστροφος, Il.15.463,469; βαρύφθογγος Pi.I.6(5).34, cf. S.Ph.1005, E.Ba.784, X.An.4.2.28, etc.: made from νεῦρον, Arist.HA540a19; μύες ἐβοήθησαν διατραγόντες τὰς ν. Id.Rh.1401b16.    2 harpstring, Poll.4.62.    3 strand of a torsion-engine, IG22.554.15.    4 withe, LXX Jd.16.7.    5 wrongly taken by some, = νεῦρον, Il.8.328. (Cogn. with νεῦρον.)

German (Pape)

[Seite 246] ἡ, ion. νευρή, – 1) die Sehne; bei Hom. Bogensehne, λίγξε βιός, νευρὴ δὲ μέγ' ἴαχεν, Il. 4, 125; (ὀϊστόν) θῆκε δ' ἐπὶ νευρῇ, 8, 324, wie ἐπὶ νευρῇ κατεκόσμει πικρὸν ὀϊστόν, 4, 118; ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν, 8, 309; ἔλκειν νευρήν, νευρὴν ἐντανύσαι, Od. 24, 171 u. öfter; u. so ist auch Il. 8, 328 ῥῆξε δέ οἱ νευρήν = er zerriß ihm die Sehne des Bogens, nicht = νεῦρον zu nehmen; die Bogensehne war gedreht, wie die Beiwörter ἐϋστρεφής und νεόστροφος zeigen; – Pind. οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς, I. 5, 32; ἐν χρείᾳ φίλης νευρᾶς, Soph. Phil. 993; τόξων χερὶ ψάλλουσι νευράς, Eur. Bacch. 783; εἷλκον τὰς νευράς, Xen. An. 4, 2, 28; τοὺς τοξότας ἐπιβεβλῆσθαι ἐπὶ ταῖς νευραῖς, 5, 2, 12. – 2) bei Sp. auch die Darmsaite, wie νεῦρον. – Uebertr., σφόδρα τὰς νευρὰς ἐπιτεῖναι, Luc. Nigr. 36.

Greek (Liddell-Scott)

νευρά: Ἰων. -ρή, ἡ, (πρβλ. νεῦρον) σχοινίον ἢ χορδὴ ἐκ νεύρων ἢ ἐντέρων, χορδὴ τόξου, αὕτη δὲ παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσιόδ. ἡ ἐπικρατοῦσα σημ.· καὶ ὡς οὖσα συνεστραμμένη, καλεῖται ἐϋστρεφής, νεόστροφος, Ἰλ. Ο. 463, 469· καὶ ὡς βαρέως ἠχοῦσα, βαρύφθογγος Πινδ. Ι. 6 (5). 50· οὕτω παρὰ Σοφ. Φ. 1005, Εὐρ. Βάκχ. 784, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 28, κτλ.· ἐν Ἰλ. Θ. 328, ῥῆξε δέ οἱ νευρήν, τινὲς ἐκλαμβάνουσι τὴν λ. ὡς σημαίνουσαν νεῦρον, τὸν τένοντα δηλ. τῆς χειρός· ἀλλὰ μικρὸν ἀνωτέρω (324) ἔχομεν θῆκε δ’ ἐπὶ νευρῇ [ὀϊστόν], καὶ οὐδεὶς λόγος ὑπάρχει κωλύων ὑμᾶς νὰ ἐκλάβωμεν τὴν λέξιν ἐν τῇ συνήθει αὐτῆς σημασίᾳ· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τῆς λέξ. νεῦρον ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 9· μύες ἐβοήθησαν διατραγόντες τὰς ν. ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 24. 6. 2) ἡ χορδὴ ὀργάνου, Πολυδ. Δ΄, 62. 3) λύγος, «λυγαριά», Ἑβδ. (Κριτ. Ιϛʹ, 7).

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
nerf ; corde d’arc.
Étymologie: cf. νεῦρον.

English (Slater)

νευρά
   1 bowstring σφετέρας δ' οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης (I. 6.34)

Greek Monolingual

η (Α νευρά, ιων. τ. νευρή, ποιητ. τ. νευρειή)
χορδή τόξου ή μουσικού οργάνου κατασκευασμένη από νεύρο ή από έντερο («οἱ μὲν αὐτῶν σφόδρα τὰς νευρὰς ἐπιτείνοντες», Λουκιαν.)
αρχ.
λυγαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νεύρο].

Greek Monotonic

νευρά: ἡ, Ιων. -ρή, = νεῦρον, σχοινί ή χορδή κατασκευασμένη από νεύρα ή έντερα ζώου, χορδή τόξου, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.