οὔτοι: Difference between revisions

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
(30)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οὔτοι]] και οὔ τοι (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> βεβαίως όχι, πραγματικά όχι («χερσὶ μὲν [[οὔτοι]] ἐγὼ γε μαχήσομαι [[εἵνεκα]] [[κούρης]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με το [[πότε]]) όντως [[ουδέποτε]] («[[ούτοι]] ποθ' ουχθρούς, ουδ' όταν θάνῃ», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=[[οὔτοι]] και οὔ τοι (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> βεβαίως όχι, πραγματικά όχι («χερσὶ μὲν [[οὔτοι]] ἐγὼ γε μαχήσομαι [[εἵνεκα]] [[κούρης]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με το [[πότε]]) όντως [[ουδέποτε]] («[[ούτοι]] ποθ' ουχθρούς, ουδ' όταν θάνῃ», <b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''οὔτοι:''' ή [[οὔτοι]], επίρρ., [[πράγματι]], όχι, στ' [[αλήθεια]] όχι, Λατ. [[non]] [[sane]], σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· στην Αττ. [[πριν]] από τους όρκους, [[οὔτοι]] μὰ τὴν [[Δήμητρα]], <i>μὰ τὸν Ἀπόλλω</i>, σε Αριστοφ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 19:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὔτοι Medium diacritics: οὔτοι Low diacritics: ούτοι Capitals: ΟΥΤΟΙ
Transliteration A: oútoi Transliteration B: outoi Transliteration C: oytoi Beta Code: ou)/toi

English (LSJ)

or οὔ τοι, Adv.

   A indeed not, Il.1.298, 515, 3.65, 4.29, Hes. Op. 759, etc.: in Att. freq. before protestations, οὔτοι μὰ τὴν Δήμητρα Ar. Pl.64; οὔτοι . . μὰ τὸν Ἀπόλλω Id.V.1366; οὔτοι μὰ τὴν Γῆν Id.Pax 188; μὰ τὸν Δί' οὔτοι γε Id.Th.34; μὰ τὸν Δί' οὐ τοίνυν Id.V.1141 (cf. τοίνυν) ; ἀλλ' οὔτοι . . γε S.El.137 (lyr.), etc.; οὔτοι δή Pl.Cri.43d; οὔτοι δὴ . . γε Id.Euthphr.2a, etc.; οὔτοι μὲν οὖν Id.Phdr.271b; οὔτοι πότε never indeed, S.Ant.522, etc.; οὔτοι ποτέ . . γε Id.OT852; cf. οὔ τἄν, οὔ τἄρα. (οὔτοι is freq. confounded with οὔτι.)

German (Pape)

[Seite 421] doch nicht, gewiß nicht, wahrlich nicht, Hom. u. Folgde, auch getrennt geschrieben und durch dazwischentretende Partikeln getrennt; oft bei den Tragg.; auch in Prosa; οὔτοι μὲν οὖν, Plat. Phaedr. 271 b; ἀλλ' οὔτοι τούτων γε οὐδεμίαν οἶμαί σε βούλεσθαι ῥητορικὴν καλεῖν Gorg. 450 e; Legg. II, 656 c; οὔτοι δή, Crit. 43 d; mit γέ, Alc. I, 124 d.

Greek (Liddell-Scott)

οὔτοι: ἢ οὔ τοι, Ἀπίρρ., ὄντως οὐχί, βεβαίως οὐχί, Λατ. non sane, Ὅμ., Ἡσ., κλ.· παρ’ Ἀττ. συχν. πρὸ διαμαρτυρίας, οὔτοι μὰ τὴν Δήμητρα Ἀριστοφ. Πλ. 64· οὔτοι... μὰ τὸν Ἀπόλλω ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1366· οὔτοι μὰ τὴν Γῆν Εἰρ. 188· μὰ τὸν Δί’ οὔτοι γε Θεσμ. 34· μὰ τὸν Δί’ οὐ τοίνυν ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1141 (πρβλ. τοίνυν)· ἀλλ’ οὔτοι γε Σοφ. Ἠλ. 137, κτλ.· οὔτοι δὴ Πλάτ. Κρίτων 43D· οὔτοι δὴ ... γε ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρονι 2Α, κλ.· οὔτοι μενοῦν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 271Β· οὔτοι ποθ’, ὄντως οὐδέποτε, Σοφοκλ. Ἀντ. 522, κτλ.· οὔτοι ποτὲ ... γε ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 852· πρβλ. οὔ τἄν, οὔ τἆρα. (τὸ οὔτοι συχνάκις συγχέεται πρὸς τὸ οὔτι).

French (Bailly abrégé)

adv.
non certes, non cependant, en vérité non.
Étymologie: οὐ, τοι.

English (Autenrieth)

certainly not.

English (Slater)

οὔτοι v. οὐ 8. b.

Greek Monolingual

οὔτοι και οὔ τοι (Α)
επίρρ.
1. βεβαίως όχι, πραγματικά όχι («χερσὶ μὲν οὔτοι ἐγὼ γε μαχήσομαι εἵνεκα κούρης», Ομ. Ιλ.)
2. (με το πότε) όντως ουδέποτεούτοι ποθ' ουχθρούς, ουδ' όταν θάνῃ», Σοφ.).

Greek Monotonic

οὔτοι: ή οὔτοι, επίρρ., πράγματι, όχι, στ' αλήθεια όχι, Λατ. non sane, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· στην Αττ. πριν από τους όρκους, οὔτοι μὰ τὴν Δήμητρα, μὰ τὸν Ἀπόλλω, σε Αριστοφ. κ.λπ.