πεττεία: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[πεσσεία]].
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[πεσσεία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεττεία:''' -ευμα, -εύω, [[πεττός]], Αττ. αντί [[πεσσεία]] κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 01:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεττεία Medium diacritics: πεττεία Low diacritics: πεττεία Capitals: ΠΕΤΤΕΙΑ
Transliteration A: petteía Transliteration B: petteia Transliteration C: petteia Beta Code: pettei/a

English (LSJ)

πετρ-ευτής, πετρ-εύω, πετρ-ός, Att. for πεσσεία, etc. πεττύκια, τά,

   A clippings of leather, Moer.p.305 P. (Cf. πεσσύγγιον.) πέττω, Att. for πέσσω. πευδρία· ἀρτοθήκη, Hsch. πευθείς (i. e. πεφθείς) ἑψηθείς, Id. πεύθη, ἡ, (πεύθομαι) = πεῦσις, Id.

German (Pape)

[Seite 606] ἡ, πέττευμα, τό, πεττευτής, ὁ, πεττεύω, att. statt πεσσεία u. s. w.

Greek (Liddell-Scott)

πεττεία: -ευμα, -ευτής, εύω, πεττός, Ἀττ. ἀντὶ πεσσεία, κτλ.

French (Bailly abrégé)

att. c. πεσσεία.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. πεσσεία.

Greek Monotonic

πεττεία: -ευμα, -εύω, πεττός, Αττ. αντί πεσσεία κ.λπ.