Ὅπλητες: Difference between revisions

From LSJ

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source
(29)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Ὅπλητες]], οἱ (Α)<br />μία από τις [[τέσσερεις]] αρχαίες φυλές της Αττικής [[πριν]] από τη [[μεταρρύθμιση]] του Κλεισθένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πρέπει]] να προέρχεται από τον τ. <i>Ὅπλης</i>, -<i>ητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὅπλον]]), <b>πρβλ.</b> <i>γυμνῆτες</i>: [[γυμνός]], <i>κουρῆτες</i>: [[κοῦρος]]. Σύμφωνα με μία [[άποψη]], οι [[Ὅπλητες]] ήταν πολεμιστές, ενώ, κατ' [[άλλη]], τεχνίτες].
|mltxt=[[Ὅπλητες]], οἱ (Α)<br />μία από τις [[τέσσερεις]] αρχαίες φυλές της Αττικής [[πριν]] από τη [[μεταρρύθμιση]] του Κλεισθένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πρέπει]] να προέρχεται από τον τ. <i>Ὅπλης</i>, -<i>ητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὅπλον]]), <b>πρβλ.</b> <i>γυμνῆτες</i>: [[γυμνός]], <i>κουρῆτες</i>: [[κοῦρος]]. Σύμφωνα με μία [[άποψη]], οι [[Ὅπλητες]] ήταν πολεμιστές, ενώ, κατ' [[άλλη]], τεχνίτες].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Ὅπλητες:''' οἱ, = <i>ὁπλῖται</i>, [[ονομασία]] μιας από τις [[τέσσερις]] αρχαιότερες φυλές των Αθηνών, σε Ηρόδ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὅπλητες Medium diacritics: Ὅπλητες Low diacritics: Όπλητες Capitals: ΌΠΛΗΤΕΣ
Transliteration A: Hóplētes Transliteration B: Hoplētes Transliteration C: Oplites Beta Code: *(/oplhtes

English (LSJ)

οἱ,

   A = ὁπλῖται, name of one of the four old tribes at Athens, Hdt.5.66, E.Ion1580, CIG3665 ii 32 (Cyzicus); Ὁπλήθων (gen. pl.) SIG57.2 (Milet., v B. C.); φυλὴ Ὁπλείτων Dacia1.273 (Tomi); cf. Αἰγικορεῖς.

Greek (Liddell-Scott)

Ὅπλητες: οἱ, = ὁπλῖται, ὄνομα μιᾶς τῶν ἀρχαίων φυλῶν ἐν Ἀθήναις, Ἡρόδ. 5. 66, Εὐρ. Ἴων. 1580· πρβλ. Αἰγικορεῖς.

Greek Monolingual

Ὅπλητες, οἱ (Α)
μία από τις τέσσερεις αρχαίες φυλές της Αττικής πριν από τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να προέρχεται από τον τ. Ὅπλης, -ητος (< ὅπλον), πρβλ. γυμνῆτες: γυμνός, κουρῆτες: κοῦρος. Σύμφωνα με μία άποψη, οι Ὅπλητες ήταν πολεμιστές, ενώ, κατ' άλλη, τεχνίτες].

Greek Monotonic

Ὅπλητες: οἱ, = ὁπλῖται, ονομασία μιας από τις τέσσερις αρχαιότερες φυλές των Αθηνών, σε Ηρόδ., Ευρ.