παράλυπρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[έδαφος]]) πολύ [[φτωχός]], [[άγονος]] («χωρία... τραχέα καὶ παράλυπρα», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λυπρός]] «[[λυπηρός]]» (<span style="color: red;"><</span> [[λύπη]])].
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[έδαφος]]) πολύ [[φτωχός]], [[άγονος]] («χωρία... τραχέα καὶ παράλυπρα», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λυπρός]] «[[λυπηρός]]» (<span style="color: red;"><</span> [[λύπη]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παράλυπρος:''' -ον, λέγεται για [[έδαφος]], [[πολύ]] φτωχό, άγονο, σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 21:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράλυπρος Medium diacritics: παράλυπρος Low diacritics: παράλυπρος Capitals: ΠΑΡΑΛΥΠΡΟΣ
Transliteration A: parálypros Transliteration B: paralypros Transliteration C: paralypros Beta Code: para/lupros

English (LSJ)

ον,

   A rather poor, χωρία Str.3.2.3 ; χώρα Id.17.3.23.

German (Pape)

[Seite 488] etwas traurig, vom Lande, unergiebig, Strab. III, 142 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

παράλυπρος: -ον, ἐπὶ ἐδάφους, λυπρόν πως, κἄπως ἄγονον, Στράβ. 142.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à peu près fertile, peu fertile, plutôt pauvre.
Étymologie: παρά, λυπρός.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για έδαφος) πολύ φτωχός, άγονος («χωρία... τραχέα καὶ παράλυπρα», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + λυπρός «λυπηρός» (< λύπη)].

Greek Monotonic

παράλυπρος: -ον, λέγεται για έδαφος, πολύ φτωχό, άγονο, σε Στράβ.