οἰκουρία: Difference between revisions
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[οἰκουρία]]) [[οικουρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παραμονή]] στο [[σπίτι]], [[ιδίως]] λόγω ασθένειας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[φύλαξη]] και η [[επιμέλεια]] του σπιτιού<br /><b>2.</b> (για γυναίκες) η [[διαμονή]] στο [[σπίτι]] («ἔκειτο δὲ [[πάλαι]] καὶ σανδάλια καὶ ἄτρακτοι<br />τὸ μὲν οἰκουρίας αὐτῆς, τὸ δὲ ἐνεργείας [[σύμβολον]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ήσυχος]] [[βίος]] [[μακριά]] από τις πολιτικές υποθέσεις<br /><b>4.</b> [[απραξία]]. | |mltxt=η (Α [[οἰκουρία]]) [[οικουρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παραμονή]] στο [[σπίτι]], [[ιδίως]] λόγω ασθένειας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[φύλαξη]] και η [[επιμέλεια]] του σπιτιού<br /><b>2.</b> (για γυναίκες) η [[διαμονή]] στο [[σπίτι]] («ἔκειτο δὲ [[πάλαι]] καὶ σανδάλια καὶ ἄτρακτοι<br />τὸ μὲν οἰκουρίας αὐτῆς, τὸ δὲ ἐνεργείας [[σύμβολον]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ήσυχος]] [[βίος]] [[μακριά]] από τις πολιτικές υποθέσεις<br /><b>4.</b> [[απραξία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οἰκουρία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[επιστασία]] του σπιτιού, οι φροντίδες για το [[νοικοκυριό]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[συνεχής]] [[παραμονή]] στο [[σπίτι]], λέγεται για γυναίκες, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A housekeeping and its cares, in pl., μακρὰς διαντλοῦσ' ἐν δόμοις οἰ. Id.HF1373 : sg., Vett.Val. 1.18. II keeping-at-home, esp. of women, Plu.2.271e, Cor. 35.
German (Pape)
[Seite 303] ἡ, das Bewachen, Hüten des Hauses, übh. das zu Hause Bleiben, ein stilles, eingezogenes Leben fern von den Staatsgeschäften, dah. auch tadelnd, Müssiggang, Unthätigkeit, Plut. Coriol. 35 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκουρία: ἡ, (οἰκουρέω) τὸ φυλάττειν τὸν οἶκον καὶ ἐπιμελεῖσθαι αὐτοῦ, ἐν τῷ πληθ., μακρὰς διαντλοῦσ’ ἐν δόμοις οἰκ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1373· ἀργαὶ πρὸς οἰκουρίας Κλήμ. Ἀλ. 254. ΙΙ. τὸ μένειν κατ’ οἶκον, ἰδίως ἐπὶ γυναικῶν, Πλούτ. 2. 271Ε, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Κοριολ. 35.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de rester à la maison :
1 vie sédentaire ou retirée;
2 oisiveté, inaction.
Étymologie: οἰκουρός.
Greek Monolingual
η (Α οἰκουρία) οικουρώ
νεοελλ.
παραμονή στο σπίτι, ιδίως λόγω ασθένειας
αρχ.
1. η φύλαξη και η επιμέλεια του σπιτιού
2. (για γυναίκες) η διαμονή στο σπίτι («ἔκειτο δὲ πάλαι καὶ σανδάλια καὶ ἄτρακτοι
τὸ μὲν οἰκουρίας αὐτῆς, τὸ δὲ ἐνεργείας σύμβολον», Πλούτ.)
3. ήσυχος βίος μακριά από τις πολιτικές υποθέσεις
4. απραξία.
Greek Monotonic
οἰκουρία: ἡ,
I. επιστασία του σπιτιού, οι φροντίδες για το νοικοκυριό, σε Ευρ.
II. συνεχής παραμονή στο σπίτι, λέγεται για γυναίκες, σε Πλούτ.