οἰσπώτη: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(28)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰσπώτη]] και οἰσπωτή, ἡ (Α)<br />[[οίσπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό τον τ. ὄ(<i>F</i>)<i>ις</i> «[[πρόβατο]]» ([[χωρίς]] συνδετικό φωνήεων -<i>ο</i>-) και β' συνθετικό έναν αμάρτυρο τ. <i>σπωτη</i>, η [[σύνδεση]] του οποίου με τη λ. [[σπατίλη]] «υδαρές, [[υγρό]] [[περίττωμα]]» δεν θεωρείται πιθανή. Ο [[καταβιβασμός]] του τόνου στη [[λήγουσα]] στον τ. <i>οἰσπωτή</i> αναλογικά [[προς]] τα ουσ. σε -<i>ωτή</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κηρ</i>-<i>ωτή</i>, <i>μηλ</i>-<i>ωτή</i>)].
|mltxt=[[οἰσπώτη]] και οἰσπωτή, ἡ (Α)<br />[[οίσπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό τον τ. ὄ(<i>F</i>)<i>ις</i> «[[πρόβατο]]» ([[χωρίς]] συνδετικό φωνήεων -<i>ο</i>-) και β' συνθετικό έναν αμάρτυρο τ. <i>σπωτη</i>, η [[σύνδεση]] του οποίου με τη λ. [[σπατίλη]] «υδαρές, [[υγρό]] [[περίττωμα]]» δεν θεωρείται πιθανή. Ο [[καταβιβασμός]] του τόνου στη [[λήγουσα]] στον τ. <i>οἰσπωτή</i> αναλογικά [[προς]] τα ουσ. σε -<i>ωτή</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κηρ</i>-<i>ωτή</i>, <i>μηλ</i>-<i>ωτή</i>)].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">greasy dirt of unshorn sheeps wool, esp. on the buttocks</b>, also <b class="b2">sheep droppings</b> (Cratin., Ar., D.C., Poll.).<br />Other forms: (<b class="b3">-ωτή</b> Hdn. Gr. 1, 343, H. as <b class="b3">μηλ-</b>, <b class="b3">κηρ-ωτή</b> a.o.). Also <b class="b3">οἴσπη</b> (v. l. Hdt. 4, 187 [cf. <b class="b3">οἰσύπη</b>], Gal.), <b class="b3">οἰσπαι προβάτων κόπρος</b>, <b class="b3">ῥύπος</b> H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: From <b class="b3">*ὀϜι-σπωτη</b> with unclear 2. member. Connection with the stemsyllable in <b class="b3">σπατίλη</b> [[bowels]], [[diarrhoea]] (Meillet MSL 13, 291 f.) a.o. is uncertain, as the semantic function of <b class="b3">σπα(τ</b>)- needs explanation (cf. s. v.). Untenable further combinations in Bq and WP. 2, 683. - The word will rather be Pre-Greek; cf. the suffix <b class="b3">-ωτ-</b> in <b class="b3">ἀσκαλαβώτης</b>; s. further on <b class="b3">οἰσύπη</b>.
}}
}}

Revision as of 05:25, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰσπώτη Medium diacritics: οἰσπώτη Low diacritics: οισπώτη Capitals: ΟΙΣΠΩΤΗ
Transliteration A: oispṓtē Transliteration B: oispōtē Transliteration C: oispoti Beta Code: oi)spw/th

English (LSJ)

(οἰσπωτή acc. to Hdn.Gr.1.343), ἡ, = foreg., Cratin.39, Ar.Lys.575, D.C.46.5, Poll.5.91.

Greek (Liddell-Scott)

οἰσπώτη: ἡ, οἰῶν κόπρος, ἰδίως ἡ κόπρος ἥτις προσκολλᾶται εἰς τὰ ὀπίσθια τῶν προβάτων, Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 6, Ἀριστοφ. Λυσ. 575, Δίων Κ. 46. 5, Πολυδ. Ε΄, 91· - εἰς τὴν λέξιν ταύτην, φαίνεται ἀνήκει ἡ τοῦ Γαλην. γλῶσσα ἐν τῷ Λεξ. Ἱππ., ὁ ... ταῖς κατὰ τὴν ἕδραν [θριξὶ] συνιστάμενος ῥύπος, ἂν καὶ ἡ ἑρμηνεία αὕτη δίδεται εἰς τὴν λέξιν οἴσπη. Οἱ Γραμματικοὶ ὅμως φαίνεται ὅτι ὀλίγην διάκρισιν ἔκαμνον μεταξὺ τῶν λέξεων οἰσύπη (ἢ οἴσπη) καὶ οἰσπώτη, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ., Ἡσύχ. - Κατὰ τον Ἀρκάδ. 114, ὁ ὀρθὸς τονισμὸς εἶναι οἰσπωτή, ὡς ἐν ταῖς λέξεσι: κηρωτή, μηλωτή.

Greek Monolingual

οἰσπώτη και οἰσπωτή, ἡ (Α)
οίσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό τον τ. ὄ(F)ις «πρόβατο» (χωρίς συνδετικό φωνήεων -ο-) και β' συνθετικό έναν αμάρτυρο τ. σπωτη, η σύνδεση του οποίου με τη λ. σπατίλη «υδαρές, υγρό περίττωμα» δεν θεωρείται πιθανή. Ο καταβιβασμός του τόνου στη λήγουσα στον τ. οἰσπωτή αναλογικά προς τα ουσ. σε -ωτή (πρβλ. κηρ-ωτή, μηλ-ωτή)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: greasy dirt of unshorn sheeps wool, esp. on the buttocks, also sheep droppings (Cratin., Ar., D.C., Poll.).
Other forms: (-ωτή Hdn. Gr. 1, 343, H. as μηλ-, κηρ-ωτή a.o.). Also οἴσπη (v. l. Hdt. 4, 187 [cf. οἰσύπη], Gal.), οἰσπαι προβάτων κόπρος, ῥύπος H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: From *ὀϜι-σπωτη with unclear 2. member. Connection with the stemsyllable in σπατίλη bowels, diarrhoea (Meillet MSL 13, 291 f.) a.o. is uncertain, as the semantic function of σπα(τ)- needs explanation (cf. s. v.). Untenable further combinations in Bq and WP. 2, 683. - The word will rather be Pre-Greek; cf. the suffix -ωτ- in ἀσκαλαβώτης; s. further on οἰσύπη.