ὀλιγανδρία: Difference between revisions
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ὀλιγανδρία]]) [[ολίγανδρος]]<br />η [[έλλειψη]] αρκετού αριθμού [[ανδρών]], σχετική [[λειψανδρία]] (α. «ο [[πόλεμος]] προκάλεσε [[ολιγανδρία]]» β. «ἣ νῡν δι' ὀλιγανδρίαν Μιλησίοις συμπεπόλισται», <b>Στράβ.</b>). | |mltxt=η (Α [[ὀλιγανδρία]]) [[ολίγανδρος]]<br />η [[έλλειψη]] αρκετού αριθμού [[ανδρών]], σχετική [[λειψανδρία]] (α. «ο [[πόλεμος]] προκάλεσε [[ολιγανδρία]]» β. «ἣ νῡν δι' ὀλιγανδρίαν Μιλησίοις συμπεπόλισται», <b>Στράβ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀλῐγανδρία:''' ἡ, [[έλλειψη]] αντρών, [[λειψανδρία]], σε Στράβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A scantiness of men, Str.14.1.10, Plu.2.413f, Philostr.VA3.30.
German (Pape)
[Seite 319] ἡ, Mangel an Männern, Menschen; Strab.; Plut. def. or. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγανδρία: ἡ, ὀλιγότης, ἔλλειψις ἀνδρῶν, Στράβ. 636, Πλούτ. 2. 413F.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manque d’hommes.
Étymologie: ὀλίγος, ἀνήρ.
Greek Monolingual
η (Α ὀλιγανδρία) ολίγανδρος
η έλλειψη αρκετού αριθμού ανδρών, σχετική λειψανδρία (α. «ο πόλεμος προκάλεσε ολιγανδρία» β. «ἣ νῡν δι' ὀλιγανδρίαν Μιλησίοις συμπεπόλισται», Στράβ.).
Greek Monotonic
ὀλῐγανδρία: ἡ, έλλειψη αντρών, λειψανδρία, σε Στράβ.