ὀμιχλώδης: Difference between revisions
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(28) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omichlodis | |Transliteration C=omichlodis | ||
|Beta Code=o)mixlw/dhs | |Beta Code=o)mixlw/dhs | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> v. [[ὀμιχλοειδής]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 00:12, 13 December 2020
English (LSJ)
A v. ὀμιχλοειδής.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμιχλώδης: -ες, = ὀμιχλοειδής, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
-ες (Α ὀμιχλώδης και ὁμιχλώδης, -ῶδες) ομίχλη
γεμάτος ομίχλη («οὔσης δὲ τῆς ἡμέρας ὀμιχλώδους διαφερόντως», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. «ομιχλώδης έρημος»
γεωλ. περιοχή της χέρσου που καλύπτεται από ομίχλη κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του έτους αλλά δέχεται ελάχιστες ή καθόλου βροχοπτώσεις.