ολοός: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
(28)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὀλοός]] και [[ὀλοιός]] και ὀλος, -ή, -όν και [[οὐλοός]] και [[ὀλώϊος]] και ὀλοίϊος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[θανατηφόρος]], [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]] («θεῶν ὀλοώτατε πάντων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σπαν. με παθ. σημ.) κατεστραμμένος, [[χαμένος]] («ὀλοοὺς ἀπέλειπον Τυρίας ἐκ ναὸς ἔρροντας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ὀλοά</i><br />με θανατηφόρο τρόπο, ολέθρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[ὀλοός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ολε</i>-<i>Fός</i>) έχει σχηματιστεί από το θ. <i>ὀλε</i>- <i>του [[ὄλλυμι]] (<b>πρβλ.</b> <i>όλεθρος</i>) με αφομοιωτική [[τροπή]] του -<i>ε</i>- σε -<i>ο</i>-. Ο τ. [[ὀλοιός]] με -<i>οι</i>- [[αντί]] -<i>ο</i>- (<b>πρβλ.</b> [[οιέτεας]] <span style="color: red;"><</span> <i>ο</i>[[F]]<i>ετέας</i>). Ο τ. [[ὀλώϊος]], κατ' άλλους, θεωρείται αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[ὀλοφώϊος]] ενώ κατ' άλλους [[πρέπει]] να διορθωθεί σε <i>ὀλοίϊος</i>, [[κατά]] τα [[ὁμοίϊος]], [[γελοίϊος]]. Ο τ. [[οὐλοός]], εξάλλου, έχει σχηματιστεί με [[μετρική]] [[έκταση]] [[κατά]] το [[οὖλος]]. Η [[κλητική]], [[τέλος]], του [[ὀλοός]], <i>ὀλέ έ</i>χει προέλθει με [[υφαίρεση]] από <i>ὀλοέ</i> (ή <i>ολεέ</i>), <b>πρβλ.</b> [[μέλε]] <span style="color: red;"><</span> [[μέλεος]].———————— <b>(II)</b><br />ὁλοός, -ή, -όν (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φρόνιμος]] καὶ [[ὑγιής]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>όλος</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὀλοός]] και [[ὀλοιός]] και ὀλος, -ή, -όν και [[οὐλοός]] και [[ὀλώϊος]] και ὀλοίϊος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[θανατηφόρος]], [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]] («θεῶν ὀλοώτατε πάντων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σπαν. με παθ. σημ.) κατεστραμμένος, [[χαμένος]] («ὀλοοὺς ἀπέλειπον Τυρίας ἐκ ναὸς ἔρροντας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ὀλοά</i><br />με θανατηφόρο τρόπο, ολέθρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[ὀλοός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ολε</i>-<i>Fός</i>) έχει σχηματιστεί από το θ. <i>ὀλε</i>- <i>του [[ὄλλυμι]] (<b>πρβλ.</b> <i>όλεθρος</i>) με αφομοιωτική [[τροπή]] του -<i>ε</i>- σε -<i>ο</i>-. Ο τ. [[ὀλοιός]] με -<i>οι</i>- [[αντί]] -<i>ο</i>- (<b>πρβλ.</b> [[οιέτεας]] <span style="color: red;"><</span> <i>ο</i>[[F]]<i>ετέας</i>). Ο τ. [[ὀλώϊος]], κατ' άλλους, θεωρείται αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[ὀλοφώϊος]] ενώ κατ' άλλους [[πρέπει]] να διορθωθεί σε <i>ὀλοίϊος</i>, [[κατά]] τα [[ὁμοίϊος]], [[γελοίϊος]]. Ο τ. [[οὐλοός]], εξάλλου, έχει σχηματιστεί με [[μετρική]] [[έκταση]] [[κατά]] το [[οὖλος]]. Η [[κλητική]], [[τέλος]], του [[ὀλοός]], <i>ὀλέ έ</i>χει προέλθει με [[υφαίρεση]] από <i>ὀλοέ</i> (ή <i>ολεέ</i>), <b>πρβλ.</b> [[μέλε]] <span style="color: red;"><</span> [[μέλεος]].<br /> <b>(II)</b><br />ὁλοός, -ή, -όν (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φρόνιμος]] καὶ [[ὑγιής]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>όλος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ὀλοός και ὀλοιός και ὀλος, -ή, -όν και οὐλοός και ὀλώϊος και ὀλοίϊος, -ον (Α)
1. θανατηφόρος, ολέθριος, καταστρεπτικός («θεῶν ὀλοώτατε πάντων», Ομ. Ιλ.)
2. (σπαν. με παθ. σημ.) κατεστραμμένος, χαμένος («ὀλοοὺς ἀπέλειπον Τυρίας ἐκ ναὸς ἔρροντας», Αισχύλ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὀλοά
με θανατηφόρο τρόπο, ολέθρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ὀλοός (< ολε-Fός) έχει σχηματιστεί από το θ. ὀλε- του ὄλλυμι (πρβλ. όλεθρος) με αφομοιωτική τροπή του -ε- σε -ο-. Ο τ. ὀλοιός με -οι- αντί -ο- (πρβλ. οιέτεας < οFετέας). Ο τ. ὀλώϊος, κατ' άλλους, θεωρείται αναλογικός σχηματισμός κατά το ὀλοφώϊος ενώ κατ' άλλους πρέπει να διορθωθεί σε ὀλοίϊος, κατά τα ὁμοίϊος, γελοίϊος. Ο τ. οὐλοός, εξάλλου, έχει σχηματιστεί με μετρική έκταση κατά το οὖλος. Η κλητική, τέλος, του ὀλοός, ὀλέ έχει προέλθει με υφαίρεση από ὀλοέολεέ), πρβλ. μέλε < μέλεος.
(II)
ὁλοός, -ή, -όν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «φρόνιμος καὶ ὑγιής».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. όλος].