ὁμοφροσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
(29)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ὁμοφροσύνη]]) [[ομόφρων]]<br /><b>1.</b> [[σύμπνοια]], [[συμφωνία]] φρονημάτων και αισθημάτων, [[ομογνωμοσύνη]], [[ομόνοια]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> η [[ομόνοια]] προσωποποιημένη («βωμὸς Ὁμοφροσύνης», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
|mltxt=η (ΑΜ [[ὁμοφροσύνη]]) [[ομόφρων]]<br /><b>1.</b> [[σύμπνοια]], [[συμφωνία]] φρονημάτων και αισθημάτων, [[ομογνωμοσύνη]], [[ομόνοια]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> η [[ομόνοια]] προσωποποιημένη («βωμὸς Ὁμοφροσύνης», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμοφροσύνη:''' ἡ, = [[ὁμόνοια]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 20:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοφροσύνη Medium diacritics: ὁμοφροσύνη Low diacritics: ομοφροσύνη Capitals: ΟΜΟΦΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: homophrosýnē Transliteration B: homophrosynē Transliteration C: omofrosyni Beta Code: o(mofrosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A = ὁμόνοια, unity of mind and feeling, ὁμοφροσύνην ὀπάσειαν ἐσθλὴν [θεοί] Od.6.181, cf. Orph.A.353 : pl., Od.15.198, A.R.2.716 : also in Ion. and later Prose, Democr.186, D.H.9.45, Ocell.4.6, etc.

German (Pape)

[Seite 341] ἡ, Uebereinstimmung des Denkens, der Gesinnung, Einigkeit; Od. 6, 181; ἥδε δ' ὁδὸς καὶ μᾶλλον ὁμ οφροσύνῃσιν ἐνήσει (ἡμᾶς), 15, 198; sp. D., wie Alc. Mess. 3 (XII, 64); Agath. 89; Coluth. 185; Maneth. 6, 215. Auch D. H. 9, 45 u. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοφροσύνη: ἡ, = ὁμόνοια, ἑνότης φρονήματος καὶ αἰσθημάτων, ὁμοφροσύνην ὀπάσειαν ἐσθλὴν [θεοὶ] Ὀδ. Ζ. 181· ἐν τῷ πληθ., Ο. 198· -ὡσαύτως παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, Διον. Ἁλ. 9. 45, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
accord de sentiments, union, concorde.
Étymologie: ὁμόφρων.

English (Autenrieth)

harmony of mind, congeniality. (Od.)

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὁμοφροσύνη) ομόφρων
1. σύμπνοια, συμφωνία φρονημάτων και αισθημάτων, ομογνωμοσύνη, ομόνοια
2. ως κύριο όν. η ομόνοια προσωποποιημένη («βωμὸς Ὁμοφροσύνης», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

ὁμοφροσύνη: ἡ, = ὁμόνοια, σε Ομήρ. Οδ.