ὀξυγώνιος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
(29) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[ὀξυγώνιος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[οξεία]] [[γωνία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το οξυγώνιο</i><br /><b>μαθημ.</b> [[τρίγωνο]] με όλες τις γωνίες του οξείες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[σώμα]] με οξείες γωνίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γωνία]] (<b>πρβλ.</b> <i>αμβλυ</i>-[[γώνιος]]]. | |mltxt=-α, -ο (Α [[ὀξυγώνιος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[οξεία]] [[γωνία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το οξυγώνιο</i><br /><b>μαθημ.</b> [[τρίγωνο]] με όλες τις γωνίες του οξείες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[σώμα]] με οξείες γωνίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γωνία]] (<b>πρβλ.</b> <i>αμβλυ</i>-[[γώνιος]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀξῠγώνιος:''' остроугольный ([[μάχαιρα]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A acute-angled, Arist.Top.107a17, Cael.307a2, Euc.1Def.21, Onos.10.16 : neut. as Subst., acuteangled body, Epicur.Ep.2p.50U. (pl.).
German (Pape)
[Seite 352] spitzwinkelig; μάχαιρα ὀξεῖα, Arist. topic., 15, öfter; τρίγωνον, Euclid.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠγώνιος: -ον, ὁ ἔχων ὀξεῖαν γωνίαν, Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 13, π. Οὐρ. 3. 8, 6, Εὐκλ.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ὀξυγώνιος, -ον)
αυτός που έχει οξεία γωνία
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το οξυγώνιο
μαθημ. τρίγωνο με όλες τις γωνίες του οξείες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. σώμα με οξείες γωνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + γωνία (πρβλ. αμβλυ-γώνιος].
Russian (Dvoretsky)
ὀξῠγώνιος: остроугольный (μάχαιρα Arst.).