Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ορειβάτης: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[ορειβάτις]] και ορειβάτισσα (ΑΜ [[ὀρειβάτης]], Α και [[ὀρειβάτης]] και [[ὀρεοβάτης]] και [[ὀριβάτης]] καί [[ὀρεσσιβάτης]], ποιητ. τ. [[οὐριβάτας]], Μ θηλ. [[ὀρειβάτις]], -ιδος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιδίδεται στην [[ορειβασία]], [[αλπινιστής]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που περιπλανιέται στα όρη, που διέρχεται ή περιέρχεται τα όρη («οὐ πτηνὸν ὄρνιν οὐδὲ θῆρ' ὀρειβάτην», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- / <i>ὀρειο</i>- / <i>ὀρεο</i>- / <i>ὀρι</i>- / <i>οὐρι</i>- / <i>ὀρεσσι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [ΙΙ]) <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ακρο</i>-[[βάτης]])].
|mltxt=ο, θηλ. [[ορειβάτις]] και ορειβάτισσα (ΑΜ [[ὀρειβάτης]], Α και [[ὀρειβάτης]] και [[ὀρεοβάτης]] και [[ὀριβάτης]] καί [[ὀρεσσιβάτης]], ποιητ. τ. [[οὐριβάτας]], Μ θηλ. [[ὀρειβάτις]], -ιδος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιδίδεται στην [[ορειβασία]], [[αλπινιστής]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που περιπλανιέται στα όρη, που διέρχεται ή περιέρχεται τα όρη («οὐ πτηνὸν ὄρνιν οὐδὲ θῆρ' ὀρειβάτην», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- / <i>ὀρειο</i>- / <i>ὀρεο</i>- / <i>ὀρι</i>- / <i>οὐρι</i>- / <i>ὀρεσσι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [ΙΙ]) <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[ακροβάτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο, θηλ. ορειβάτις και ορειβάτισσα (ΑΜ ὀρειβάτης, Α και ὀρειβάτης και ὀρεοβάτης και ὀριβάτης καί ὀρεσσιβάτης, ποιητ. τ. οὐριβάτας, Μ θηλ. ὀρειβάτις, -ιδος)
νεοελλ.
αυτός που επιδίδεται στην ορειβασία, αλπινιστής
μσν.-αρχ.
αυτός που περιπλανιέται στα όρη, που διέρχεται ή περιέρχεται τα όρη («οὐ πτηνὸν ὄρνιν οὐδὲ θῆρ' ὀρειβάτην», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρειο- / ὀρεο- / ὀρι- / οὐρι- / ὀρεσσι- (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακροβάτης)].