οὐδαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=οὐδαῑος, -αία, -ον, θηλ. και -ος (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] στη γη, [[γήινος]] («χάσματος οὐδαίοιο [[δυσήνεμος]] ἔρχεται [[ὀδμή]]», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>2.</b> (για την [[Περσεφόνη]]) αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τη γη, αυτός που ανήκει στον Κάτω Κόσμο («οὐδαίαν θεόν», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὖδας]] «[[έδαφος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πηγ</i>-<i>αίος</i>)].
|mltxt=οὐδαῑος, -αία, -ον, θηλ. και -ος (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] στη γη, [[γήινος]] («χάσματος οὐδαίοιο [[δυσήνεμος]] ἔρχεται [[ὀδμή]]», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>2.</b> (για την [[Περσεφόνη]]) αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τη γη, αυτός που ανήκει στον Κάτω Κόσμο («οὐδαίαν θεόν», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὖδας]] «[[έδαφος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πηγ</i>-<i>αίος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οὐδαῖος:''' -α, -ον ([[οὖδας]]), [[γήινος]], [[χθόνιος]], λέγεται για τον Πλούτωνα, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐδαῖος Medium diacritics: οὐδαῖος Low diacritics: ουδαίος Capitals: ΟΥΔΑΙΟΣ
Transliteration A: oudaîos Transliteration B: oudaios Transliteration C: oudaios Beta Code: ou)dai=os

English (LSJ)

α, ον, and ος, ον,

   A on the ground, Orph.A.394, etc.    II like χθόνιος, under the earth, infernal, of Persephone, Lyc.49,698; of Zeus, AP14.123 (Metrod.), D.P.789.

German (Pape)

[Seite 408] auf dem Erdboden, χαμεύνη, Orph. Arg. 396; irdisch, Nonn.; auch unterirdisch, Κρονίδης, = Hades, Dion. Per. 789; κόρα, Lycophr. 698.

Greek (Liddell-Scott)

οὐδαῖος: -α, -ον, ὡς τὸ χθόνιος, ὁ ἐπὶ τῆς γῆς, γήϊνος. Ὀρφ. Ἀργ. 396, κτλ. ΙΙ. ὑπὸ τὴν γῆν, ὑπόγειος, ὡς τὸ καταχθόνιος, ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, Λυκόφρ. 49, 698· ἐπὶ τοῦ Πλούτωνος, Ἀνθ. Π. 14. 123, Διον. Π. 789.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui est sur terre, terrestre;
2 qui habite sous terre, souterrain;
3 qui sort de terre (source).
Étymologie: οὖδας.

Greek Monolingual

οὐδαῑος, -αία, -ον, θηλ. και -ος (Α)
1. αυτός που βρίσκεται πάνω στη γη, γήινος («χάσματος οὐδαίοιο δυσήνεμος ἔρχεται ὀδμή», Νόνν.)
2. (για την Περσεφόνη) αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, αυτός που ανήκει στον Κάτω Κόσμο («οὐδαίαν θεόν», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖδας «έδαφος» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγ-αίος)].

Greek Monotonic

οὐδαῖος: -α, -ον (οὖδας), γήινος, χθόνιος, λέγεται για τον Πλούτωνα, σε Ανθ.