ὀφιόπους: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀφιόπους]], -οδος, ὁ, ἡ (Α)<br />(για γυναικόμορφο [[φάντασμα]]) αυτός που έχει οφιοειδή πόδια ή που [[αντί]] για πόδια έχει φίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄφις]], -<i>ιος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πους]]]. | |mltxt=[[ὀφιόπους]], -οδος, ὁ, ἡ (Α)<br />(για γυναικόμορφο [[φάντασμα]]) αυτός που έχει οφιοειδή πόδια ή που [[αντί]] για πόδια έχει φίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄφις]], -<i>ιος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πους]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀφιόπους:''' -ποδος, αυτός που έχει φίδια στη [[θέση]] των ποδιών, λέγεται για την Εκάτη, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ,
A with serpents for legs, Luc.Philops.22, Suid.
German (Pape)
[Seite 426] ποδος, schlangenfüßig, Luc. Philops. 22.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφιόπους: -ποδος, ἐπὶ γυναικομόρφου φάσματος ἢ τῆς Ἑκάτης, ἡ ἔχουσα ἀντὶ ποδῶν ὄφεις, Λουκ. Φιλοψ. 22. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὀφιόπους γυνή, ἕρπουσα».
French (Bailly abrégé)
ὀφιόποδος
aux pieds en forme de serpent.
Étymologie: ὄφις, πούς.
Greek Monolingual
ὀφιόπους, -οδος, ὁ, ἡ (Α)
(για γυναικόμορφο φάντασμα) αυτός που έχει οφιοειδή πόδια ή που αντί για πόδια έχει φίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + πους].
Greek Monotonic
ὀφιόπους: -ποδος, αυτός που έχει φίδια στη θέση των ποδιών, λέγεται για την Εκάτη, σε Λουκ.