ὀφρυόσκιος: Difference between revisions

From LSJ

τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source
(30)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀφρυόσκιος]], -ον (Α)<br />(κωμική λ.) αυτός που σκιάζεται από τα φρύδια («ὁφρυόσκιον τὸν ὀφθαλμόν», <b>Πλάτ.</b> Κωμικός).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀφρύς]] <span style="color: red;">+</span> [[σκιά]] (<b>πρβλ.</b> <i>δολιχό</i>-<i>σκιος</i>)].
|mltxt=[[ὀφρυόσκιος]], -ον (Α)<br />(κωμική λ.) αυτός που σκιάζεται από τα φρύδια («ὁφρυόσκιον τὸν ὀφθαλμόν», <b>Πλάτ.</b> Κωμικός).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀφρύς]] <span style="color: red;">+</span> [[σκιά]] (<b>πρβλ.</b> <i>δολιχό</i>-<i>σκιος</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀφρυόσκιος:''' осеняемый бровью ([[ὀφθαλμός]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 12:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφρῠόσκῐος Medium diacritics: ὀφρυόσκιος Low diacritics: οφρυόσκιος Capitals: ΟΦΡΥΟΣΚΙΟΣ
Transliteration A: ophryóskios Transliteration B: ophryoskios Transliteration C: ofryoskios Beta Code: o)fruo/skios

English (LSJ)

ον,

   A shaded by the eyebrows, ὀφθαλμός Pl.(Com.?)ap.Arist.Top.140a4 (om. Kock).

German (Pape)

[Seite 428] von den Augenbrauen überschattet, ὀφθαλμός, Arist. top. 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφρυόσκιος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν ὀφρύων σκιαζόμενος, «εἰ μὴ κειμένοις ὀνόμασι χρῆται· οἷον Πλάτων (ὁ Κωμικός;) ὀφρυόσκιον τὸν ὀφθαλμὸν (ἐξυπ. εἶπεν)» παρ’ Ἀριστ. Τοπ. 6. 2, 4.

Greek Monolingual

ὀφρυόσκιος, -ον (Α)
(κωμική λ.) αυτός που σκιάζεται από τα φρύδια («ὁφρυόσκιον τὸν ὀφθαλμόν», Πλάτ. Κωμικός).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύς + σκιά (πρβλ. δολιχό-σκιος)].

Russian (Dvoretsky)

ὀφρυόσκιος: осеняемый бровью (ὀφθαλμός Arst.).