παλίνδρομος: Difference between revisions
πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground
(30) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[παλίνδρομος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που στρέφεται ή κινείται [[εναλλάξ]] [[προς]] δύο αντίθετες κατευθύνσεις<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άστατος]], [[ασταθής]], [[ευμετάβλητος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «παλίνδρομη [[κύηση]]»<br /><b>ιατρ.</b> η λόγω νέκρωσης του εμβρύου στη [[μήτρα]] [[υποστροφή]] της κύησης, η οποία καταλήγει σε [[αποβολή]]<br />β) «παλίνδρομο [[νεύρο]]»<br /><b>ανατ.</b> το [[κάτω]] λαρυγγικό [[νεύρο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που τρέχει [[πάλι]] [[προς]] τα [[πίσω]], αυτός που επανέρχεται<br /><b>αρχ.</b><br />[[αβέβαιος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παλινδρόμως</i> (Μ)<br />(σχετικά με [[πορεία]]) [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[παλίνδρομος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που στρέφεται ή κινείται [[εναλλάξ]] [[προς]] δύο αντίθετες κατευθύνσεις<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άστατος]], [[ασταθής]], [[ευμετάβλητος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «παλίνδρομη [[κύηση]]»<br /><b>ιατρ.</b> η λόγω νέκρωσης του εμβρύου στη [[μήτρα]] [[υποστροφή]] της κύησης, η οποία καταλήγει σε [[αποβολή]]<br />β) «παλίνδρομο [[νεύρο]]»<br /><b>ανατ.</b> το [[κάτω]] λαρυγγικό [[νεύρο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που τρέχει [[πάλι]] [[προς]] τα [[πίσω]], αυτός που επανέρχεται<br /><b>αρχ.</b><br />[[αβέβαιος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παλινδρόμως</i> (Μ)<br />(σχετικά με [[πορεία]]) [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πᾰλίνδρομος:''' -ον ([[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει [[ξανά]] [[πίσω]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A running back again, π. ἄπιθι Luc.Tim.37; recurring, σελήνη π. ἀνάμνησις Secund.Sent.6; π. ἔλλαβε πένθος recurring, Epigr.Gr. 233.7 (Chios); μνᾶς . . παλινδρόμους ἀπολαβεῖν back again, D.L.2.65: metaph., uncertain, S.E.P.2.203.
German (Pape)
[Seite 450] zurück-, rückwärtslaufend; παλίνδρομος ἄπιθι, Luc. Tim. 37; a. Sp., auch übertr., S. Emp. pyrrh. 2, 203.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίνδρομος: -ον, ὁ πάλιν εἰς τὰ ὀπίσω τρέχων, π. ἄπιθι Λουκ. Τίμων 37· π. ἔλλαβε πένθος, συνεχῶς ἐπανερχόμενον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2240· μνᾶς ... παλινδρόμους λαμβάνειν, ὀπίσω πάλιν, Διογ. Λ. 2. 65· - μεταφορ., ἀβέβαιος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 203. Ἐπίρρ. -μως, πρὸς τὰ ὀπίσω, Θεόδ. Πρόδρ. 218.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui court en sens inverse, qui revient sur ses pas.
Étymologie: πάλιν, δραμεῖν.
English (Slater)
παλίνδρομος ? ]παλινδ[ (ad fr. 33a spectare putat Lobel) P. Oxy. 2444, fr. 14b. 3.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ παλίνδρομος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που στρέφεται ή κινείται εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις
2. μτφ. άστατος, ασταθής, ευμετάβλητος
3. φρ. α) «παλίνδρομη κύηση»
ιατρ. η λόγω νέκρωσης του εμβρύου στη μήτρα υποστροφή της κύησης, η οποία καταλήγει σε αποβολή
β) «παλίνδρομο νεύρο»
ανατ. το κάτω λαρυγγικό νεύρο
μσν.-αρχ.
αυτός που τρέχει πάλι προς τα πίσω, αυτός που επανέρχεται
αρχ.
αβέβαιος.
επίρρ...
παλινδρόμως (Μ)
(σχετικά με πορεία) προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δρόμος.
Greek Monotonic
πᾰλίνδρομος: -ον (δραμεῖν), αυτός που τρέχει ξανά πίσω, σε Λουκ.