παρακαταλείπω: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[αφήνω]] σε κάποιον [[κάτι]] ή κάποιον («τῆς ἄλλης στρατιᾱς παρακαταλιπόντες αὐτοῑς ὀλίγους», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=Α<br />[[αφήνω]] σε κάποιον [[κάτι]] ή κάποιον («τῆς ἄλλης στρατιᾱς παρακαταλιπόντες αὐτοῑς ὀλίγους», <b>Θουκ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρακαταλείπω:''' [[φεύγω]] μαζί με κάποιον, <i>τινά τινι</i>, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 00:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακαταλείπω Medium diacritics: παρακαταλείπω Low diacritics: παρακαταλείπω Capitals: ΠΑΡΑΚΑΤΑΛΕΙΠΩ
Transliteration A: parakataleípō Transliteration B: parakataleipō Transliteration C: parakataleipo Beta Code: parakatalei/pw

English (LSJ)

   A leave with one, τινά τινι Th.6.7; leave as deputy, D.C.46.37.

German (Pape)

[Seite 481] (s. λείπω), dabei zurücklassen, τινί τινα, D. Cass. 46, 37 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαταλείπω: καταλείπω παρά τινι, τινά τινι Θουκ. 6. 7, Δίων Κ. 46. 37.

French (Bailly abrégé)

laisser qqn auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, καταλείπω.

Greek Monolingual

Α
αφήνω σε κάποιον κάτι ή κάποιον («τῆς ἄλλης στρατιᾱς παρακαταλιπόντες αὐτοῑς ὀλίγους», Θουκ.).

Greek Monotonic

παρακαταλείπω: φεύγω μαζί με κάποιον, τινά τινι, σε Θουκ.