παραπατώ: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
(31)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, Α [[απατώ]]<br />[[εξαπατώ]], [[αποπλανώ]], [[δελεάζω]].———————— <b>(II)</b><br />-άω [[πατώ]]<br /><b>1.</b> [[πατώ]] [[αλλού]] από [[εκεί]] που [[πρέπει]], [[στραβοπατώ]] («παραπάτησε και στραμπούληξε το [[πόδι]] του»)<br /><b>2.</b> κλονίζομαι [[κατά]] το [[βάδισμα]], [[τρικλίζω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> παρεκτρέπομαι, [[παραστρατώ]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, Α [[απατώ]]<br />[[εξαπατώ]], [[αποπλανώ]], [[δελεάζω]].<br /> <b>(II)</b><br />-άω [[πατώ]]<br /><b>1.</b> [[πατώ]] [[αλλού]] από [[εκεί]] που [[πρέπει]], [[στραβοπατώ]] («παραπάτησε και στραμπούληξε το [[πόδι]] του»)<br /><b>2.</b> κλονίζομαι [[κατά]] το [[βάδισμα]], [[τρικλίζω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> παρεκτρέπομαι, [[παραστρατώ]].
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
-άω, Α απατώ
εξαπατώ, αποπλανώ, δελεάζω.
(II)
-άω πατώ
1. πατώ αλλού από εκεί που πρέπει, στραβοπατώ («παραπάτησε και στραμπούληξε το πόδι του»)
2. κλονίζομαι κατά το βάδισμα, τρικλίζω
3. μτφ. παρεκτρέπομαι, παραστρατώ.