παράσημο: Difference between revisions
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
(31) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[παράσημον]] και δωρ. τ. [[παράσαμον]], ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />τιμητικό διακριτικό [[σύμβολο]] ή [[μετάλλιο]], [[συνήθως]] από χρυσό ή άργυρο και σε [[σχήμα]] σταυρού ή άστρου, το οποίο απονέμεται από την [[πολιτεία]] ή από κρατικούς οργανισμούς ή ιδρύματα ως [[ηθική]] [[αμοιβή]] εξαιρετικών υπηρεσιών [[προς]] το [[έθνος]] και την [[κοινωνία]] και ειδικότερα στην [[άμυνα]] της χώρας, στις επιστήμες, στα γράμματα, στις καλές τέχνες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> διακριτικό [[σημάδι]] [[κάθε]] είδους, όπως [[σύμβολο]], [[σημαία]] πλοίου, [[έμβλημα]] πόλεως, αξιωματούχων, στρατιωτών, πατρικίων και πληβείων<br /><b>2.</b> χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] («τὰ | |mltxt=το / [[παράσημον]] και δωρ. τ. [[παράσαμον]], ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />τιμητικό διακριτικό [[σύμβολο]] ή [[μετάλλιο]], [[συνήθως]] από χρυσό ή άργυρο και σε [[σχήμα]] σταυρού ή άστρου, το οποίο απονέμεται από την [[πολιτεία]] ή από κρατικούς οργανισμούς ή ιδρύματα ως [[ηθική]] [[αμοιβή]] εξαιρετικών υπηρεσιών [[προς]] το [[έθνος]] και την [[κοινωνία]] και ειδικότερα στην [[άμυνα]] της χώρας, στις επιστήμες, στα γράμματα, στις καλές τέχνες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> διακριτικό [[σημάδι]] [[κάθε]] είδους, όπως [[σύμβολο]], [[σημαία]] πλοίου, [[έμβλημα]] πόλεως, αξιωματούχων, στρατιωτών, πατρικίων και πληβείων<br /><b>2.</b> χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] («τὰ τοῦ πένθους παράσημα» — ο [[ρουχισμός]] και τα ενδεικτικά σημάδια που φέρει αυτός που πενθεί)<br /><b>3.</b> [[σημείωση]] στο [[περιθώριο]]<br /><b>4.</b> [[επιγραφή]] ή ενδεικτική [[παράσταση]]<br /><b>5.</b> [[ένδειξη]], [[υπόδειξη]], [[σημείο]]<br /><b>6.</b> [[σύνθημα]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «παράσημα σωματικά» — ενδείξεις, σημάδια γέννησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. [[παράσημος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:45, 15 February 2019
Greek Monolingual
το / παράσημον και δωρ. τ. παράσαμον, ΝΑ
νεοελλ.
τιμητικό διακριτικό σύμβολο ή μετάλλιο, συνήθως από χρυσό ή άργυρο και σε σχήμα σταυρού ή άστρου, το οποίο απονέμεται από την πολιτεία ή από κρατικούς οργανισμούς ή ιδρύματα ως ηθική αμοιβή εξαιρετικών υπηρεσιών προς το έθνος και την κοινωνία και ειδικότερα στην άμυνα της χώρας, στις επιστήμες, στα γράμματα, στις καλές τέχνες
αρχ.
1. διακριτικό σημάδι κάθε είδους, όπως σύμβολο, σημαία πλοίου, έμβλημα πόλεως, αξιωματούχων, στρατιωτών, πατρικίων και πληβείων
2. χαρακτηριστικό γνώρισμα («τὰ τοῦ πένθους παράσημα» — ο ρουχισμός και τα ενδεικτικά σημάδια που φέρει αυτός που πενθεί)
3. σημείωση στο περιθώριο
4. επιγραφή ή ενδεικτική παράσταση
5. ένδειξη, υπόδειξη, σημείο
6. σύνθημα
7. φρ. «παράσημα σωματικά» — ενδείξεις, σημάδια γέννησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. παράσημος.