πειρατικός: Difference between revisions

From LSJ

Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt

Menander, Monostichoi, 547
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πειρατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πειρατής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πειρατεία]] ή στους πειρατές, ο [[κουρσάρικος]] («πειρατικά πλοία»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πειρατικό</i><br />το [[πλοίο]] τών πειρατών, κουρσάρικο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πειρατικός]] [[σταθμός]]» — [[ραδιοφωνικός]] [[σταθμός]] ο [[οποίος]] λειτουργεί [[κρυφά]] και [[παράνομα]], [[χωρίς]] [[άδεια]] της αρμόδιας υπηρεσίας του κράτους που εποπτεύει τα ηλεκτρονικά [[μέσα]] επικοινωνίας και καθορίζει το [[μήκος]] κύματος στο οποίο εκπέμπουν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[πειρατεία]] («[[εὔρωστος]] τὸ [[σῶμα]] καὶ φύσει [[πειρατικός]]», Αχιλλ. Τάτ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ πειρατικόν</i><br />το [[σύνολο]] τών πειρατών, οι πειρατές<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πειρατικά</i><br />[[συμμορία]] πειρατών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πειρατικά</i> / [[πειρατικῶς]] ΝΑ<br />με τρόπο πειρατικό<br /><b>αρχ.</b><br />[[πειραστικῶς]], δοκιμαστικά.
|mltxt=-ή, -ό / [[πειρατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πειρατής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πειρατεία]] ή στους πειρατές, ο [[κουρσάρικος]] («πειρατικά πλοία»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πειρατικό</i><br />το [[πλοίο]] τών πειρατών, κουρσάρικο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πειρατικός]] [[σταθμός]]» — [[ραδιοφωνικός]] [[σταθμός]] ο [[οποίος]] λειτουργεί [[κρυφά]] και [[παράνομα]], [[χωρίς]] [[άδεια]] της αρμόδιας υπηρεσίας του κράτους που εποπτεύει τα ηλεκτρονικά [[μέσα]] επικοινωνίας και καθορίζει το [[μήκος]] κύματος στο οποίο εκπέμπουν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[πειρατεία]] («[[εὔρωστος]] τὸ [[σῶμα]] καὶ φύσει [[πειρατικός]]», Αχιλλ. Τάτ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ πειρατικόν</i><br />το [[σύνολο]] τών πειρατών, οι πειρατές<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πειρατικά</i><br />[[συμμορία]] πειρατών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πειρατικά</i> / [[πειρατικῶς]] ΝΑ<br />με τρόπο πειρατικό<br /><b>αρχ.</b><br />[[πειραστικῶς]], δοκιμαστικά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πειρᾱτικός:''' -ή, -όν, [[πειρατικός]], σε Πλούτ.· <i>τὰ πειρατικά</i>, [[συμμορία]] πειρατών, σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειρᾱτικός Medium diacritics: πειρατικός Low diacritics: πειρατικός Capitals: ΠΕΙΡΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: peiratikós Transliteration B: peiratikos Transliteration C: peiratikos Beta Code: peiratiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for piracy, Ach.Tat.2.17 ; piratical, σκάφη Ph.2.567 ; πόλεμος Plu.Pomp. 30 ; τὸ π. ἅπαν ib.45 ; πλάνη Vett. Val.288.3 ; τὰ π. gangs of pirates,IG22.1225.13, Str.14.5.2, Plu.2.779a. Adv. -κῶς Ph.1.664 (Comp.) (also, = πειραστικῶς, Procl. in Prm. p.774S. (s.v.l.)).

German (Pape)

[Seite 546] seeräuberisch, νῆες, Plut. Pomp. 45 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πειρᾱτικός: -ή, -όν, ὁ ἁρμόδιος εἰς πειρατείαν, Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 17· ὁ ἀνήκων εἰς πειρατάς, Πλουτ. Πομπ. 30. 45· τὰ πειρατικά, συμμορία πειρατῶν, Στράβ. 668, Πλούτ. 2. 779Α. - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν πειρατῶν, Φίλων 1, 664.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de pirate.
Étymologie: πειρατής.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πειρατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πειρατής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πειρατεία ή στους πειρατές, ο κουρσάρικος («πειρατικά πλοία»)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το πειρατικό
το πλοίο τών πειρατών, κουρσάρικο
2. φρ. «πειρατικός σταθμός» — ραδιοφωνικός σταθμός ο οποίος λειτουργεί κρυφά και παράνομα, χωρίς άδεια της αρμόδιας υπηρεσίας του κράτους που εποπτεύει τα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας και καθορίζει το μήκος κύματος στο οποίο εκπέμπουν
αρχ.
1. ο κατάλληλος για πειρατείαεὔρωστος τὸ σῶμα καὶ φύσει πειρατικός», Αχιλλ. Τάτ.)
2. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ πειρατικόν
το σύνολο τών πειρατών, οι πειρατές
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πειρατικά
συμμορία πειρατών.
επίρρ...
πειρατικά / πειρατικῶς ΝΑ
με τρόπο πειρατικό
αρχ.
πειραστικῶς, δοκιμαστικά.

Greek Monotonic

πειρᾱτικός: -ή, -όν, πειρατικός, σε Πλούτ.· τὰ πειρατικά, συμμορία πειρατών, σε Στράβ.