πεντηκοντακάρηνος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. πεντηκοντακάρανος, -ον, Α<br />αυτός που έχει [[πενήντα]] κεφάλια («Ἀΐδεω [[κύνα]]... πεντηκοντακάρανον», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεντήκοντα]] <span style="color: red;">+</span> <i>κάρηνα</i> «[[κεφάλι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>τρι</i>-<i>κάρηνος</i>)].
|mltxt=και δωρ. τ. πεντηκοντακάρανος, -ον, Α<br />αυτός που έχει [[πενήντα]] κεφάλια («Ἀΐδεω [[κύνα]]... πεντηκοντακάρανον», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεντήκοντα]] <span style="color: red;">+</span> <i>κάρηνα</i> «[[κεφάλι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>τρι</i>-<i>κάρηνος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεντηκοντᾰκάρηνος:''' -ον ([[κάρηνον]]), αυτός που έχει [[πενήντα]] κεφάλια, σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 19:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντηκοντακάρηνος Medium diacritics: πεντηκοντακάρηνος Low diacritics: πεντηκοντακάρηνος Capitals: ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΚΑΡΗΝΟΣ
Transliteration A: pentēkontakárēnos Transliteration B: pentēkontakarēnos Transliteration C: pentikontakarinos Beta Code: penthkontaka/rhnos

English (LSJ)

[κᾰ], ον,

   A fifty-headed, Hes. Th. 312 (-κέφᾱλον (sic) codd.).

German (Pape)

[Seite 558] funfzigköpfig, Hes. Th. 312.

Greek (Liddell-Scott)

πεντηκοντᾰκάρηνος: -ον, ὁ ἔχων 50 κεφαλάς, Ἡσ. Θ. 312.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cinquante têtes.
Étymologie: πεντήκοντα, κάρηνον.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πεντηκοντακάρανος, -ον, Α
αυτός που έχει πενήντα κεφάλια («Ἀΐδεω κύνα... πεντηκοντακάρανον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + κάρηνα «κεφάλι» (πρβλ. τρι-κάρηνος)].

Greek Monotonic

πεντηκοντᾰκάρηνος: -ον (κάρηνον), αυτός που έχει πενήντα κεφάλια, σε Ησίοδ.