πεπαντικός: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(31) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πεπαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στην [[ωρίμαση]] ή στο [[μαλάκωμα]], [[μαλακτικός]] («λουτρὸν πτυάλου πεπαντικόν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πεπαντικὸν [[μέλος]]» — κατευναστικό, καταπραϋντικό [[τραγούδι]]. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[πεπαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στην [[ωρίμαση]] ή στο [[μαλάκωμα]], [[μαλακτικός]] («λουτρὸν πτυάλου πεπαντικόν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πεπαντικὸν [[μέλος]]» — κατευναστικό, καταπραϋντικό [[τραγούδι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πεπαντικός -ή -όν [πεπαίνω] geneesk. rijp makend, met gen.: πτυάλου πεπαντικόν fluim (speekselklodders) vormend Hp. Acut. 66. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A able to ripen or soften, c. gen., πτυάλου Hp.Acut.66 ; π. δύναμις Dsc.5.125 ; π. μέλος (of music) soothing strain, prob. cj. in Iamb.VP25.113.
German (Pape)
[Seite 559] reif machend, erweichend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πεπαντικός: -ή, -όν, μαλακτικός, μετὰ γεν., λουτρὸν πτυέλου πεπαντικὸν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πεπαίνω
1. αυτός που συντελεί στην ωρίμαση ή στο μαλάκωμα, μαλακτικός («λουτρὸν πτυάλου πεπαντικόν», Ιπποκρ.)
2. φρ. «πεπαντικὸν μέλος» — κατευναστικό, καταπραϋντικό τραγούδι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεπαντικός -ή -όν [πεπαίνω] geneesk. rijp makend, met gen.: πτυάλου πεπαντικόν fluim (speekselklodders) vormend Hp. Acut. 66.