περίλευκος: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(32) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ολόγυρα]] [[λευκός]], που έχει [[λευκό]] [[περιθώριο]], ἡ αυτός που [[είναι]] εντελώς [[λευκός]], [[πάλλευκος]], [[κάτασπρος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ολόγυρα]] [[λευκός]], που έχει [[λευκό]] [[περιθώριο]], ἡ αυτός που [[είναι]] εντελώς [[λευκός]], [[πάλλευκος]], [[κάτασπρος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[περίλευκος]]<br />[[είδος]] αχάτη<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περίλευκον</i><br />[[ιμάτιο]] με λευκή [[παρυφή]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 14 January 2019
English (LSJ)
ον,
A edged with white, Callix.2. 2 περίλευκον (sc. ἱμάτιον), τό, garment edged with white, Antiph.297.
German (Pape)
[Seite 582] rings umher od. am Rande weiß, mit einem weißen Saume, Antiphan. bei Poll. 7, 52, ἐν τῷ περιδρόμῳ λευκὸν ἐνυφασμένον.
Greek (Liddell-Scott)
περίλευκος: -ον, ὁ ἀπολήγων εἰς λευκὸν ὁλόγυρα, ἔχων λευκὸν περιθώριον, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 196Β· - περίλευκον (ἐξυπ. ἱμάτιον), τό, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 76· πρβλ. περίνησος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που είναι ολόγυρα λευκός, που έχει λευκό περιθώριο, ἡ αυτός που είναι εντελώς λευκός, πάλλευκος, κάτασπρος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ περίλευκος
είδος αχάτη
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίλευκον
ιμάτιο με λευκή παρυφή.