περίπλεος: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
(32)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ποιητ. τ. [[περίπλειος]], -ον και [[περίπλεως]], -ων, Α<br /><b>1.</b> ο [[τελείως]] [[γεμάτος]] από [[κάτι]], [[κατάμεστος]] («ὡς δὲ [[εἶδον]] τήν τε ἤπειρον ὁπλιτῶν περίπλεων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπεράριθμος]], [[περιττός]]<br /><b>3.</b> [[πλήρης]], [[μεστός]] («περίπλεω νεφροί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που περιβάλλεται [[τελείως]] από κάποιον ή από [[κάτι]] («ἡ δὲ [ψυχὴ] σώματι πεφυρμένη και [[περίπλεως]] σώματος», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλεος</i> / -<i>πλεως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίμπλημι]] «[[είμαι]] [[γεμάτος]]»), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>πλεος</i> /-<i>ως</i>, <i>ἔμ</i>-<i>πλεος</i> / -<i>ως</i>)].
|mltxt=και ποιητ. τ. [[περίπλειος]], -ον και [[περίπλεως]], -ων, Α<br /><b>1.</b> ο [[τελείως]] [[γεμάτος]] από [[κάτι]], [[κατάμεστος]] («ὡς δὲ [[εἶδον]] τήν τε ἤπειρον ὁπλιτῶν περίπλεων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπεράριθμος]], [[περιττός]]<br /><b>3.</b> [[πλήρης]], [[μεστός]] («περίπλεω νεφροί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που περιβάλλεται [[τελείως]] από κάποιον ή από [[κάτι]] («ἡ δὲ [ψυχὴ] σώματι πεφυρμένη και [[περίπλεως]] σώματος», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλεος</i> / -<i>πλεως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίμπλημι]] «[[είμαι]] [[γεμάτος]]»), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>πλεος</i> /-<i>ως</i>, <i>ἔμ</i>-<i>πλεος</i> / -<i>ως</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''περίπλεος:''' <b class="num">1)</b> наполненный, переполненный (τινος Arst., τινι Anth.);<br /><b class="num">2)</b> имеющийся в изобилии (ξύλα Xen.);<br /><b class="num">3)</b> полный, крупный (κνῆμαι, νεφροί Arst.).
}}
}}

Revision as of 02:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπλεος Medium diacritics: περίπλεος Low diacritics: περίπλεος Capitals: ΠΕΡΙΠΛΕΟΣ
Transliteration A: perípleos Transliteration B: peripleos Transliteration C: peripleos Beta Code: peri/pleos

English (LSJ)

ον,

   A v. περίπλεως.

German (Pape)

[Seite 588] sehr voll, ganz voll; Xen. Cyr. 6, 2, 33; μυκηθμοῖο, Arat. Dios. 386. S. περίπλεως.

Greek (Liddell-Scott)

περίπλεος: -ον, ἴδε ἐν λ. περίπλεως.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
surabondant, qui est de reste ou de trop.
Étymologie: περί, πλέος.

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. περίπλειος, -ον και περίπλεως, -ων, Α
1. ο τελείως γεμάτος από κάτι, κατάμεστος («ὡς δὲ εἶδον τήν τε ἤπειρον ὁπλιτῶν περίπλεων», Θουκ.)
2. υπεράριθμος, περιττός
3. πλήρης, μεστός («περίπλεω νεφροί», Αριστοτ.)
4. αυτός που περιβάλλεται τελείως από κάποιον ή από κάτι («ἡ δὲ [ψυχὴ] σώματι πεφυρμένη και περίπλεως σώματος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πλεος / -πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. κατά-πλεος /-ως, ἔμ-πλεος / -ως)].

Russian (Dvoretsky)

περίπλεος: 1) наполненный, переполненный (τινος Arst., τινι Anth.);
2) имеющийся в изобилии (ξύλα Xen.);
3) полный, крупный (κνῆμαι, νεφροί Arst.).