πιθηκοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που φέρει χαραγμένο το [[σήμα]] πιθήκου («ὄψει τοὺς πολλοὺς αὐτῶν [[ἀλωπεκίας]] ἤ πιθηκοφόρους», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίθηκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που φέρει χαραγμένο το [[σήμα]] πιθήκου («ὄψει τοὺς πολλοὺς αὐτῶν [[ἀλωπεκίας]] ἤ πιθηκοφόρους», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίθηκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῐθηκοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά πίθηκο, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 01:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐθηκοφόρος Medium diacritics: πιθηκοφόρος Low diacritics: πιθηκοφόρος Capitals: ΠΙΘΗΚΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: pithēkophóros Transliteration B: pithēkophoros Transliteration C: pithikoforos Beta Code: piqhkofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A branded with the mark of an ape, Luc.Pisc.47.

German (Pape)

[Seite 614] affentragend, Luc. Pisc. 47.

Greek (Liddell-Scott)

πῐθηκοφόρος: -ον, ὁ φέρων πίθηκον, Λουκ. Ἀλ. 47.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
avec une figure de singe ou affublé d’une peau de singe.
Étymologie: πίθηκος, φέρω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φέρει χαραγμένο το σήμα πιθήκου («ὄψει τοὺς πολλοὺς αὐτῶν ἀλωπεκίας ἤ πιθηκοφόρους», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος + -φόρος (< φέρω)].

Greek Monotonic

πῐθηκοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά πίθηκο, σε Λουκ.