πιτυλίζω: Difference between revisions
νὴ Δί᾿, ὦ φίλη γύναι, λεγε → yes, dear lady, speak | yes, dear lady, do speak up
(32) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pitylizo | |Transliteration C=pitylizo | ||
|Beta Code=pituli/zw | |Beta Code=pituli/zw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[practise regular swinging of the arms]], as with dumb-bells, Gal.6.133, 144. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">dart about</b>, ἰχθύων γένεσιν ἐν κολύμβοις -ίζουσαν Anon. ap. Suid.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:15, 30 June 2020
English (LSJ)
A practise regular swinging of the arms, as with dumb-bells, Gal.6.133, 144. 2 dart about, ἰχθύων γένεσιν ἐν κολύμβοις -ίζουσαν Anon. ap. Suid.
German (Pape)
[Seite 622] = πιτυλεύω, bes. in der Fechtkunst von einer schnellen Bewegung der Hände; Schol. Ar. Vesp. 678 u. Suid.; Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πῐτῠλίζω: ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πιτσυλίζω», πιτυλίζειν γάλα ἐν φύλλοις μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ. ΙΙ. κινῶ κανονικῶς χάριν γυμνάσεως τὰς χεῖράς μου ὡς οἱ κωπηλατοῦντες, καὶ ὡς νῦν οἱ ἀσκούμενοι διὰ σιδηρῶν βαρῶν ἢ κορυνῶν, Γαλην. Ὑγιεινῶν 2 [10]: ― ἐντεῦθεν πῐτύλισμα, τό, πᾶσα ταχεῖα καὶ κανονικὴ κίνησις, φορά, διάφ. γραφ. ἀντὶ πύτισμα, Ἰουβεν. 11. 173.
Greek Monolingual
Α πίτυλος
1. εκτελώ κανονικές, ρυθμικές κινήσεις όπως οι κωπηλάτες ή αυτοί που ασκούνται με βάρη ή με κορύνες
2. ρίχνω, εκσφενδονίζω υγρό εδώ κι εκεί, ολόγυρα, πιτσυλίζω.