πινώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[πίνος]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για έρια) ο [[πλήρης]] λιπώδους ακαθαρσίας, [[γεμάτος]] [[λίγδα]]<br /><b>2.</b> (για την [[κόμη]]) [[ακάθαρτος]], [[ρυπαρός]].
|mltxt=-ῶδες, Α [[πίνος]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για έρια) ο [[πλήρης]] λιπώδους ακαθαρσίας, [[γεμάτος]] [[λίγδα]]<br /><b>2.</b> (για την [[κόμη]]) [[ακάθαρτος]], [[ρυπαρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῐνώδης:''' -ες ([[πίνος]], [[εἶδος]]), [[βρόμικος]], [[ακάθαρτος]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 01:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐνώδης Medium diacritics: πινώδης Low diacritics: πινώδης Capitals: ΠΙΝΩΔΗΣ
Transliteration A: pinṓdēs Transliteration B: pinōdēs Transliteration C: pinodis Beta Code: pinw/dhs

English (LSJ)

ες, (πίνος)

   A greasy, of wool, Hp.Mul.2.185 (Sup.); dirty, foul, of hair, E.Or.225, cf. Lyc.975.

German (Pape)

[Seite 617] ες, schmutzig; Eur. Or. 225; Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πῐνώδης: -ες, (πίνος) ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, Ἱππ. 666. 21, Εὐρ. Ὀρ. 225. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πινῶδες· ῥυπαρόν. ξηρόν».

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
sale, crasseux.
Étymologie: πίνος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α πίνος
1. (κυρίως για έρια) ο πλήρης λιπώδους ακαθαρσίας, γεμάτος λίγδα
2. (για την κόμη) ακάθαρτος, ρυπαρός.

Greek Monotonic

πῐνώδης: -ες (πίνος, εἶδος), βρόμικος, ακάθαρτος, σε Ευρ.