πλήξιππος: Difference between revisions
τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles
(33) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δωρ. τ. [[πλάξιππος]], -ον, Α<br />αυτός που χτυπάει με το [[μαστίγιο]] τους ίππους, ο [[έμπειρος]] [[καβαλάρης]] (α. «Πέλοπι πληξίππω», Όμ.Ιλ.<br />β. «Βοιωτοί πλήξιπποι», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πληξι</i>- του [[πλήσσω]] (<b>πρβλ.</b> <i>πλήξις</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ίππος]] (<b>πρβλ.</b> <i>κρύψ</i>-<i>ιππος</i>)]. | |mltxt=και δωρ. τ. [[πλάξιππος]], -ον, Α<br />αυτός που χτυπάει με το [[μαστίγιο]] τους ίππους, ο [[έμπειρος]] [[καβαλάρης]] (α. «Πέλοπι πληξίππω», Όμ.Ιλ.<br />β. «Βοιωτοί πλήξιπποι», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πληξι</i>- του [[πλήσσω]] (<b>πρβλ.</b> <i>πλήξις</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ίππος]] (<b>πρβλ.</b> <i>κρύψ</i>-<i>ιππος</i>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλήξιππος:''' дор. [[πλάξιππος]] 2 погоняющий коней (эпитет Пелопа и др.) Hom., Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 1 January 2019
English (LSJ)
Dor. πλάξ-, ον,
A striking or driving horses, epith. of heroes, Il.2.104, 4.327, 5.705, Call.Hec.1.4.7; Βοιωτοί Hes.Sc.24; Θήβα Pi.O.6.85; ἱμάσθλη Nonn.D.20.227.
German (Pape)
[Seite 634] Rosse stachelnd, spornend, tummelnd; Hom., Hes. u. sp. D., Beiwort ritterlicher Helden, wie ἱππόδαμος; Pind. πλάξιππος.
Greek (Liddell-Scott)
πλήξιππος: Δωρ. πλάξ-, ον, ὁ πλήττων ἢ ἐλαύνων ἵππους, ἐπίθ. τῶν ἡρώων, ὡς τὸ ἱππόδαμος, Ἰλ. Β. 104, Δ. 327, Ε. 705· Βοιωτοὶ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 24· Θήβα Πινδ. Ο. 6. 145· ἱμάσθλη Νόνν. Δ. 20. 227.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dompte les chevaux, habile cavalier.
Étymologie: πλήσσω, ἵππος.
English (Autenrieth)
lasher of horses. (Il.)
Greek Monolingual
και δωρ. τ. πλάξιππος, -ον, Α
αυτός που χτυπάει με το μαστίγιο τους ίππους, ο έμπειρος καβαλάρης (α. «Πέλοπι πληξίππω», Όμ.Ιλ.
β. «Βοιωτοί πλήξιπποι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. πληξι- του πλήσσω (πρβλ. πλήξις) + ίππος (πρβλ. κρύψ-ιππος)].
Russian (Dvoretsky)
πλήξιππος: дор. πλάξιππος 2 погоняющий коней (эпитет Пелопа и др.) Hom., Pind.