πλημμέλεια: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[πλημμελώ]]<br />[[παράλειψη]] του να πράξει [[κανείς]] το σωστό, [[σφάλμα]] ή [[αμάρτημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μουσ.</b> [[παραφωνία]].
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[πλημμελώ]]<br />[[παράλειψη]] του να πράξει [[κανείς]] το σωστό, [[σφάλμα]] ή [[αμάρτημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μουσ.</b> [[παραφωνία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλημμέλεια:''' ἡ, [[λάθος]] στη [[μουσική]], λανθασμένη [[νότα]], [[παραφωνία]]· μεταφ., [[λάθος]], [[αμαρτία]], [[σφάλμα]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 01:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλημμέλεια Medium diacritics: πλημμέλεια Low diacritics: πλημμέλεια Capitals: ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΑ
Transliteration A: plēmméleia Transliteration B: plēmmeleia Transliteration C: plimmeleia Beta Code: plhmme/leia

English (LSJ)

ἡ, prop.

   A mistake in music, false note, but in usage, metaph., fault, error, esp. in taste or judgement, Pl.Ap.22d; διὰ π. καὶ ἀμουσίαν Id.Lg.691a; faultiness in metre, etc., Plu.2.396d; ἀσέβεια ἡ περὶ θεοὺς π. Arist.VV1251a31 (hence in LXX, trespass, sin, Le.6.5, al.; εἰς πλημμέλειαν for a sin-offering, ib.5.18): freq. in pl., αἱ π. αἱ ἐν τοῖς πράγμασιν Isoc.8.56, etc.

German (Pape)

[Seite 633] ἡ, Fehler, Versehen, Vergehen, Vergehung; eigtl. Fehler im Singen, καὶ ἀμουσία, Plat. Legg. III, 691 a, καὶ ῥᾳθυμία, Clit. 407 c; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πλημμέλεια: ἡ, σφάλμα ἐν τῇ μουσικῇ, παραφωνία, παρατονία, Πλούτ. 2. 396D. ΙΙ. μεταφορ., σφάλμα, λάθος, ἁμαρτία, Πλάτ. Ἀπολ. 22D· διὰ πλ. καὶ ἀμουσίαν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 691A· ἀσέβεια ἡ πρὸς τοὺς θεοὺς πλ. Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 1· συχν. ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 170E, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 fausse note ou faute contre la mesure t. de mus.
2 fig. faute commise par négligence, faute.
Étymologie: πλημμελής.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ πλημμελώ
παράλειψη του να πράξει κανείς το σωστό, σφάλμα ή αμάρτημα
αρχ.
μουσ. παραφωνία.

Greek Monotonic

πλημμέλεια: ἡ, λάθος στη μουσική, λανθασμένη νότα, παραφωνία· μεταφ., λάθος, αμαρτία, σφάλμα, σε Πλάτ.