πολυάνωρ: Difference between revisions
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ορος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο συχνάζουν πολλοί, [[κοσμοβριθής]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατοικείται από [[πολλά]] άτομα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πολυάνωρ]] [[εὐνομία]]» — [[ευνομία]] που υπάρχει σε πολυάνθρωπη [[πολιτεία]]<br />β) «[[γυνή]] [[πολυάνωρ]]» — [[γυναίκα]] που έχει πολλούς συζύγους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>άνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]], <i>ἀνδρός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μεγ</i>-<i>άνωρ</i>]. | |mltxt=-ορος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο συχνάζουν πολλοί, [[κοσμοβριθής]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατοικείται από [[πολλά]] άτομα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πολυάνωρ]] [[εὐνομία]]» — [[ευνομία]] που υπάρχει σε πολυάνθρωπη [[πολιτεία]]<br />β) «[[γυνή]] [[πολυάνωρ]]» — [[γυναίκα]] που έχει πολλούς συζύγους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>άνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]], <i>ἀνδρός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μεγ</i>-<i>άνωρ</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολυάνωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[πολυάνθρωπος]], [[πολυσύχναστος]], σε Ευρ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> γυνὴ [[πολυάνωρ]], [[σύζυγος]] με πολλούς συζύγους, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ,
A with many men, much-frequented, θρόνος E.IT1281 (lyr.); πόλις Ar.Av.1313 (lyr.); εὐνομία IG42(1).129.12 (Epid.). II γυνὴ π. wife of many husbands, A.Ag.62 (anap.).
German (Pape)
[Seite 659] ορος, poet. = πολύανδρος; Eur. I. T. 1281; Ar. Av. 1313; Aesch. Ag. 62 auch γυνή, die viele Ehemänner hat.
Greek (Liddell-Scott)
πολυάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, πολυάνθρωπος, λίαν συχναζόμενος, θρόνος Εὐρ. Ι. Τ. 1282· πόλις Ἀριστοφ. Ὄρν. 1313. ΙΙ. γυνὴ π., γυνὴ ἔχουσα πολλοὺς ἄνδρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 62· πρβλ. πολύανδρος ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
1 abondant en hommes, populeux;
2 qui a eu plusieurs époux.
Étymologie: πολύς, ἀνήρ.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός στον οποίο συχνάζουν πολλοί, κοσμοβριθής
2. αυτός που κατοικείται από πολλά άτομα
3. φρ. α) «πολυάνωρ εὐνομία» — ευνομία που υπάρχει σε πολυάνθρωπη πολιτεία
β) «γυνή πολυάνωρ» — γυναίκα που έχει πολλούς συζύγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. μεγ-άνωρ].
Greek Monotonic
πολυάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ,
I. πολυάνθρωπος, πολυσύχναστος, σε Ευρ., Αριστοφ.
II. γυνὴ πολυάνωρ, σύζυγος με πολλούς συζύγους, σε Αισχύλ.