πολυδερκής: Difference between revisions
πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βλέπει πολύ ή [[μακριά]]<br /><b>2.</b> αυτός που βλέπει [[πολλά]]<br /><b>3.</b> (κατ' άλλους) α) αυτός που γίνεται [[ορατός]] από πολλούς<br />β) αυτός που εκπέμπει πολύ φως, αυτός που λάμπει πολύ («πολυδερκὲς [[φάος]]», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δερκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρκομαι]] «[[βλέπω]], [[παρατηρώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>οξυ</i>-<i>δερκής</i>]. | |mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βλέπει πολύ ή [[μακριά]]<br /><b>2.</b> αυτός που βλέπει [[πολλά]]<br /><b>3.</b> (κατ' άλλους) α) αυτός που γίνεται [[ορατός]] από πολλούς<br />β) αυτός που εκπέμπει πολύ φως, αυτός που λάμπει πολύ («πολυδερκὲς [[φάος]]», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δερκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρκομαι]] «[[βλέπω]], [[παρατηρώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>οξυ</i>-<i>δερκής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολυδερκής:''' -ές ([[δέρκομαι]]), αυτός που βλέπει [[πολύ]] [[μακριά]], σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A much-seeing, far-seeing, Ἠώς Hes.Th.451; φάος ib.755; cf. πολυδευκής.
German (Pape)
[Seite 661] ές, viel schauend; φάος, Hes. O. 755; Πώς, 451; aber μορφή Nic. Ther. 209 ist zw. L., s. πολυδευκής.
Greek (Liddell-Scott)
πολυδερκής: -ές, ὁ πολὺ ἢ μακρὰν βλέπων ἢ ὁ πολλὰ ὁρῶν ἢ κατ’ ἄλλους ὁ ὑπὸ πολλῶν ὁρώμενος, φάος πολυδερκέος Ἠοῦς, «διὰ τὸ ὑπὸ πολλῶν βλέπεσθαι ἢ πολλὰ ὁρᾶν» (Σχόλ.), Ἡσ. Θ. 451· φάος 755. Πρβλ. πολυδευκής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui voit beaucoup de choses;
2 au regard perçant.
Étymologie: πολύς, δέρκομαι.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που βλέπει πολύ ή μακριά
2. αυτός που βλέπει πολλά
3. (κατ' άλλους) α) αυτός που γίνεται ορατός από πολλούς
β) αυτός που εκπέμπει πολύ φως, αυτός που λάμπει πολύ («πολυδερκὲς φάος», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»), πρβλ. οξυ-δερκής].
Greek Monotonic
πολυδερκής: -ές (δέρκομαι), αυτός που βλέπει πολύ μακριά, σε Ησίοδ.