πολυοχλία: Difference between revisions
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
(33) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α [[πολύοχλος]]<br />η [[συγκέντρωση]] όχλου, το μεγάλο [[πλήθος]] ανθρώπων. | |mltxt=ἡ, Α [[πολύοχλος]]<br />η [[συγκέντρωση]] όχλου, το μεγάλο [[πλήθος]] ανθρώπων. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυοχλία:''' ἡ скопление множества людей, большая толпа Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A crowd of people, Plb.10.14.15, LXX Jb.39.7; τῶν νέων Inscr.Perg.252.22.
German (Pape)
[Seite 668] ἡ, viel Volk, σύμμικτος, Pol. 10, 14, 5.
Greek (Liddell-Scott)
πολυοχλία: ἡ, πολὺς ὄχλος, πλῆθος ἀνθρώπων, Πολύβ. 10. 14, 15, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΛΘ΄, 7).
Greek Monolingual
ἡ, Α πολύοχλος
η συγκέντρωση όχλου, το μεγάλο πλήθος ανθρώπων.
Russian (Dvoretsky)
πολυοχλία: ἡ скопление множества людей, большая толпа Polyb.