πόστος: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ον, Α<br />(ερωτ. αντων.) [[ποιος]] στη [[σειρά]], [[ποιος]] ως [[προς]] την αριθμητική [[σειρά]] («πόστον δὴ [[ἔτος]] ἐστὶν ὅτε ξείνισσας ἐκεῖνον», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[αντωνυμία]] σχηματίστηκε από αμάρτυρο αρχ. <i>ποσ</i>(<i>σ</i>)<i>οστός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόσος]], <b>πρβλ.</b> [[πολλοστός]]) με συλλαβική [[ανομοίωση]] και τονίστηκε στην παραλήγουσα κατ' [[επίδραση]] του [[πόσος]].
|mltxt=-η, -ον, Α<br />(ερωτ. αντων.) [[ποιος]] στη [[σειρά]], [[ποιος]] ως [[προς]] την αριθμητική [[σειρά]] («πόστον δὴ [[ἔτος]] ἐστὶν ὅτε ξείνισσας ἐκεῖνον», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[αντωνυμία]] σχηματίστηκε από αμάρτυρο αρχ. <i>ποσ</i>(<i>σ</i>)<i>οστός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόσος]], <b>πρβλ.</b> [[πολλοστός]]) με συλλαβική [[ανομοίωση]] και τονίστηκε στην παραλήγουσα κατ' [[επίδραση]] του [[πόσος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πόστος:''' -η, -ον ([[πόσος]]), [[ποιος]] κατά την αριθμητική [[σειρά]]; Λατ. [[quotus]]? πόστον δὴ [[ἔτος]] ἐστὶν [[ὅτε]] ξείνισσας ἐκεῖνον; πόσα έτη είναι αφ' ότου...; από [[τότε]] που...;, σε Ομήρ. Οδ.· σε πλάγιες ερωτήσεις, <i>πόστῳ μέρει</i>, με πόσο μικρό [[μέρος]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόστος Medium diacritics: πόστος Low diacritics: πόστος Capitals: ΠΟΣΤΟΣ
Transliteration A: póstos Transliteration B: postos Transliteration C: postos Beta Code: po/stos

English (LSJ)

η, ον,

   A which in the ordinal series? π. δὴ ἔτος ἐστὶν ὅτε ξείνισσας ἐκεῖνον; how many years is it since . .? Od.24.288; πόστην (sc. γραμμήν, i. e. on the sun-dial) ἥλιος τέτραπται; Ar.Fr.163; π. ῥύμη; which side-street? which turning? Philippid.22; κατὰ π. σφόνδυλον; Gal.8.238; ἐνθυμήθητι π. ἀφ' Ἡρακλέους ἐγένετο Arr.Epict.2.18.22; κατανόησον πόστῳ αὐτῶν μέρει πάντες μαχεσάμενοι νενικήκαμεν with what fraction, i.e. with how small a part, X.Cyr.4.1.16, cf. Jul.Mis. 340b; Ξενοφῶν π. μέρος τοῦ λόχου ἡ ἐνωμοτία ἐστὶν οὐ διασαφεῖ Arr. Tact.6.3.    II ποστός, ή, όν, holding a certain place in the ordinal series, τῇ ποστῇ (sc. ἡμέρᾳ) on such-and-such a day of the month, PMag.Leid.W.3.35, cf. S.E.M.5.37. (Prob.from ποσσοστος, formed from πός (ς) οι on analogy of πολλοστός from πολλοί.)

German (Pape)

[Seite 688] der, die, das wievielte? πόστον δὴ ἔτος ἐστίν, ὅτε ξείνισσας ἐκεῖνον, Od. 24, 288; κατανόησον, πόστῳ αὐτῶν μέρει πάντες μαχεσάμενοι νενικήκαμεν, Xen. Cyr. 4, 1, 16, d. i. mit einem wie kleinen Theile; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πόστος: -η, -ον, (πόσος) ποῖος κατὰ τὴν ἀριθμητικὴν σειράν, Λατ. quotus, πόστον δὴ ἔτος ἐστὶν ὅτε ξείνισσας ἐκεῖνον; πόσα ἔτη εἶναι ἀφ’ ὅτου...; Ὀδ. Ω. 288· πόστην (ἐξυπ. ὥραν) ἥλιος τέτραπται; ποίαν ὥραν δεικνύει; Λατ. quota hora? Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 210· κατανόησον πόστῳ αὐτῶν μέρει πάντες μαχεσάμενοι νενικήκαμεν, δηλ. μὲ πόσον μικρὸν μέρος, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 16.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
en quel nombre ? πόστον δὴ ἔτος ἐστὶν ὅτε ; OD combien y a-t-il d’années depuis que ?
Étymologie: πόσος.

English (Autenrieth)

the ‘how-manyeth?’ πόστον δὴ ἔτος ἐστίν, ὅτε, ‘how many years is it, since, etc.?’ Od. 24.288†.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
(ερωτ. αντων.) ποιος στη σειρά, ποιος ως προς την αριθμητική σειρά («πόστον δὴ ἔτος ἐστὶν ὅτε ξείνισσας ἐκεῖνον», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αντωνυμία σχηματίστηκε από αμάρτυρο αρχ. ποσ(σ)οστός (< πόσος, πρβλ. πολλοστός) με συλλαβική ανομοίωση και τονίστηκε στην παραλήγουσα κατ' επίδραση του πόσος.

Greek Monotonic

πόστος: -η, -ον (πόσος), ποιος κατά την αριθμητική σειρά; Λατ. quotus? πόστον δὴ ἔτος ἐστὶν ὅτε ξείνισσας ἐκεῖνον; πόσα έτη είναι αφ' ότου...; από τότε που...;, σε Ομήρ. Οδ.· σε πλάγιες ερωτήσεις, πόστῳ μέρει, με πόσο μικρό μέρος, σε Ξεν.