ποταμόχους: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
(33)
 
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, και [[ποταμόχοος]], -ον, Α<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ποταμόχους]]<br />(ενν. <i>γη</i>) ποταμόχωστη [[περιοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> [[χόος]] / [[χοῦς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>) <b>πρβλ.</b> <i>σπονδό</i>-[[χους]]].
|mltxt=-ουν, και [[ποταμόχοος]], -ον, Α<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ποταμόχους]]<br />(ενν. <i>γη</i>) ποταμόχωστη [[περιοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> [[χόος]] / [[χοῦς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>) <b>πρβλ.</b> <i>σπονδό</i>-[[χους]]].
}}
}}

Revision as of 11:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ουν, και ποταμόχοος, -ον, Α
το θηλ. ως ουσ. η ποταμόχους
(ενν. γη) ποταμόχωστη περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + χόος / χοῦς (< χέω) πρβλ. σπονδό-χους].