Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προαγωνιστής: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[προαγωνίζομαι]]<br />αυτός που αγωνίζεται για [[κάτι]] ή αυτός που αγωνίζεται [[πριν]] από κάποιον, [[υπέρμαχος]], [[πρόμαχος]] (α. «ὧν ἡ μὲν τοὺς μάχιμους ἔχει καὶ προαγωνιστὰς ἁπάντων», <b>Στράβ.</b><br />β. «προαγωνιστὴς τῆς δημοκρατίας», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που προγυμνάζεται, που προετοιμάζεται προκειμένου να πάρει [[μέρος]] σε έναν αγώνα.
|mltxt=ο, ΝΑ [[προαγωνίζομαι]]<br />αυτός που αγωνίζεται για [[κάτι]] ή αυτός που αγωνίζεται [[πριν]] από κάποιον, [[υπέρμαχος]], [[πρόμαχος]] (α. «ὧν ἡ μὲν τοὺς μάχιμους ἔχει καὶ προαγωνιστὰς ἁπάντων», <b>Στράβ.</b><br />β. «προαγωνιστὴς τῆς δημοκρατίας», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που προγυμνάζεται, που προετοιμάζεται προκειμένου να πάρει [[μέρος]] σε έναν αγώνα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προᾰγωνιστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που μάχεται για κάποιον [[άλλο]], [[πρόμαχος]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προᾰγωνιστής Medium diacritics: προαγωνιστής Low diacritics: προαγωνιστής Capitals: ΠΡΟΑΓΩΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: proagōnistḗs Transliteration B: proagōnistēs Transliteration C: proagonistis Beta Code: proagwnisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who fights for another, champion, Str. 16.4.25, Ph.2.312,542, Luc.Salt.14, Jul.Or.2.87a; π. τῆς δημοκρατίας Poll.4.34.

German (Pape)

[Seite 705] ὁ, Vorkämpfer, Luc. salt. 14; Verfechter, Vertheidiger, Poll. 3, 12; Plut. Lysand. 26 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

προαγωνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ὑπὲρ ἄλλου τινὸς ἀγωνιζόμενος, πρόμαχος, Φίλων 2. 312, 542, Λουκ. π. Ὀρχ. 14· προαγ. λόγοι Πλουτ. Λύσανδρ. 26. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 416.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui combat avant, devant.
Étymologie: προαγωνίζομαι.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ προαγωνίζομαι
αυτός που αγωνίζεται για κάτι ή αυτός που αγωνίζεται πριν από κάποιον, υπέρμαχος, πρόμαχος (α. «ὧν ἡ μὲν τοὺς μάχιμους ἔχει καὶ προαγωνιστὰς ἁπάντων», Στράβ.
β. «προαγωνιστὴς τῆς δημοκρατίας», Πολυδ.)
νεοελλ.
αυτός που προγυμνάζεται, που προετοιμάζεται προκειμένου να πάρει μέρος σε έναν αγώνα.

Greek Monotonic

προᾰγωνιστής: -οῦ, ὁ, αυτός που μάχεται για κάποιον άλλο, πρόμαχος, σε Πλούτ.