προεέργω: Difference between revisions
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
(34) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και άχρ. τ. [[προείργω]] Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) [[εμποδίζω]] ή [[σταματώ]] κάποιον στεκόμενος [[μπροστά]] του («[[πάντως]] δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐέργω]], [[άλλος]] τ. του [[ἔργω]] «[[εμποδίζω]], [[αποτρέπω]]»]. | |mltxt=και άχρ. τ. [[προείργω]] Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) [[εμποδίζω]] ή [[σταματώ]] κάποιον στεκόμενος [[μπροστά]] του («[[πάντως]] δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐέργω]], [[άλλος]] τ. του [[ἔργω]] «[[εμποδίζω]], [[αποτρέπω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προεέργω:''' Επικ. αντί <i>-[[είργω]]</i>, [[σταματώ]] με το να [[στέκομαι]] [[μπροστά]], με αιτ. και απαρ., <i>προέεργε πάντας ὁδεύειν</i>, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. for Προείργω,
A hinder or stop by standing before, c.acc. et inf., πάντας προέεργε ὁδεύειν Il.11.569.
German (Pape)
[Seite 718] ep. statt προείργω, vorher abhalten, hindern, πάντας δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν, Il. 11, 569.
Greek (Liddell-Scott)
προεέργω: Ἐπικ. ἀντὶ προείργω, ἐμποδίζω ἢ σταματῶ ἱστάμενος ἔμπροσθεν, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., πάντας δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν, «πάντας, φησί, τοὺς Τρῶας, ἐπὶ τὰς ναῦς ὁρμῶντας, Αἴας ἀντιτασσόμενος ἐκώλυεν» (Σχόλ.) Ἰλ. Λ. 569.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. impf. προέεργε;
empêcher : τινα ὁδεύειν IL qqn de s’avancer.
Étymologie: πρό, ἐέργω.
English (Autenrieth)
(ϝέργω): hinder (by standing before), w. inf., ipf., Il. 11.569†.
Greek Monolingual
και άχρ. τ. προείργω Α
(επικ. τ.) εμποδίζω ή σταματώ κάποιον στεκόμενος μπροστά του («πάντως δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐέργω, άλλος τ. του ἔργω «εμποδίζω, αποτρέπω»].
Greek Monotonic
προεέργω: Επικ. αντί -είργω, σταματώ με το να στέκομαι μπροστά, με αιτ. και απαρ., προέεργε πάντας ὁδεύειν, σε Ομήρ. Ιλ.