προσκατατάσσω: Difference between revisions
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κατατάσσω]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> [[εξαρτώ]] ή [[προσαρτώ]] επί [[πλέον]], [[επισυνάπτω]] («εἰς τὴν φυλὴν ταύτην καταλεχθῆναι τοὺς δεῑνα καὶ τοὺς προσκαταταγησομένους», πάπ.)<br /><b>3.</b> [[προσκολλώ]] κάποιον σε [[κάτι]], [[επιβάλλω]] σε κάποιον [[αφοσίωση]] [[προς]] [[κάτι]] («προσκατατάσσειν τῷ θεῷ ἑαυτόν», Αρρ.). | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κατατάσσω]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> [[εξαρτώ]] ή [[προσαρτώ]] επί [[πλέον]], [[επισυνάπτω]] («εἰς τὴν φυλὴν ταύτην καταλεχθῆναι τοὺς δεῑνα καὶ τοὺς προσκαταταγησομένους», πάπ.)<br /><b>3.</b> [[προσκολλώ]] κάποιον σε [[κάτι]], [[επιβάλλω]] σε κάποιον [[αφοσίωση]] [[προς]] [[κάτι]] («προσκατατάσσειν τῷ θεῷ ἑαυτόν», Αρρ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσκατατάσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[κατατάσσω]], [[προσαρτώ]], [[επισυνάπτω]], σε Πολύβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A append, subjoin, Plb.3.20.1. 2 assign, τὸ γλυκὺ ὕδωρ τῇ γῇ Ph.1.31; τὸ ὑγρὸν τῷ αἰθέρι Corn.ND32. 3 attach, τῷ θεῷ ἑαυτόν Arr.Epict.4.1.98, cf. 89,91:—fut. Pass. τοὺς -τᾰγησομένους OGI56.27 (Canopus, iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 768] noch dazu ordnen; Cornut. 32; Pol. 3, 20, 1.
Greek (Liddell-Scott)
προσκατατάσσω: κατατάσσω, προσαρτῶ, ἐπισυνάπτω, προσκολλῶ, Πολύβ. 3. 20, 1· ― πρ. ἑαυτόν τινι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1. 98, πρβλ. 89. 92, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 32.
French (Bailly abrégé)
ranger en outre :
1 ajouter, acc.;
2 unir à, appliquer à, τινι.
Étymologie: πρός, κατατάσσω.
Greek Monolingual
Α
1. κατατάσσω επί πλέον
2. εξαρτώ ή προσαρτώ επί πλέον, επισυνάπτω («εἰς τὴν φυλὴν ταύτην καταλεχθῆναι τοὺς δεῑνα καὶ τοὺς προσκαταταγησομένους», πάπ.)
3. προσκολλώ κάποιον σε κάτι, επιβάλλω σε κάποιον αφοσίωση προς κάτι («προσκατατάσσειν τῷ θεῷ ἑαυτόν», Αρρ.).
Greek Monotonic
προσκατατάσσω: μέλ. -ξω, κατατάσσω, προσαρτώ, επισυνάπτω, σε Πολύβ.