προσοίχομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death

Source
(35)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>(αποθ.)</b> [[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]] έναν [[τόπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οἴχομαι]] «[[πηγαίνω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>(αποθ.)</b> [[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]] έναν [[τόπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οἴχομαι]] «[[πηγαίνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσοίχομαι:''' αποθ., [[προσέρχομαι]], [[πλησιάζω]] σ' ένα [[μέρος]], σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσοίχομαι Medium diacritics: προσοίχομαι Low diacritics: προσοίχομαι Capitals: ΠΡΟΣΟΙΧΟΜΑΙ
Transliteration A: prosoíchomai Transliteration B: prosoichomai Transliteration C: prosoichomai Beta Code: prosoi/xomai

English (LSJ)

   A have gone to a place, Pi.P.6.4.

German (Pape)

[Seite 774] (s. οἴχομαι), hinzu-, hinangehen, ὀμφαλὸν χθονός, Pind. P. 6, 4; – noch dazu, obendrein weggehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσοίχομαι: ἀποθ., προσέρχομαι, πλησιάζω εἴς τινα τόπον, Πινδ. Π. 6. 4.

French (Bailly abrégé)

s’approcher de, acc..
Étymologie: πρός, οἴχομαι.

English (Slater)

προσοίχομαι
   1 approach with reverence (cf. ἐποίχομαι) ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονὸς ἐς νάιον προσοιχόμενοι (P. 6.4)

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) πλησιάζω, προσεγγίζω έναν τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + οἴχομαι «πηγαίνω»].

Greek Monotonic

προσοίχομαι: αποθ., προσέρχομαι, πλησιάζω σ' ένα μέρος, σε Πίνδ.