προσποίηση: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(35)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[προσποίησις]], -ήσεως, ΝΜΑ [[προσποιοῡμαι]]<br />[[ψεύτικος]] και [[υποκριτικός]] [[τρόπος]] συμπεριφοράς, [[επιτήδευση]], [[υποκρισία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στα ομαδικά αθλήματα) [[εξαπάτηση]] αντίπαλου παίκτη με κατάλληλη [[κίνηση]] του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να παίρνει [[κανείς]] [[κάτι]] για τον εαυτό του, η [[πρόσκτηση]]<br /><b>2.</b> [[απαίτηση]], [[αξίωση]]<br /><b>3.</b> ανάρμοστη [[οικειοποίηση]] πραγμάτων που ανήκουν σε άλλους, [[σφετερισμός]] («ἡ δὲ [[προσποίησις]] ἡ μὲν ἐπὶ τὸ μεῑζον, [[ἀλαζονεία]]», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=η / [[προσποίησις]], -ήσεως, ΝΜΑ [[προσποιοῦμαι]]<br />[[ψεύτικος]] και [[υποκριτικός]] [[τρόπος]] συμπεριφοράς, [[επιτήδευση]], [[υποκρισία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στα ομαδικά αθλήματα) [[εξαπάτηση]] αντίπαλου παίκτη με κατάλληλη [[κίνηση]] του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να παίρνει [[κανείς]] [[κάτι]] για τον εαυτό του, η [[πρόσκτηση]]<br /><b>2.</b> [[απαίτηση]], [[αξίωση]]<br /><b>3.</b> ανάρμοστη [[οικειοποίηση]] πραγμάτων που ανήκουν σε άλλους, [[σφετερισμός]] («ἡ δὲ [[προσποίησις]] ἡ μὲν ἐπὶ τὸ μεῑζον, [[ἀλαζονεία]]», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 16:40, 26 March 2021

Greek Monolingual

η / προσποίησις, -ήσεως, ΝΜΑ προσποιοῦμαι
ψεύτικος και υποκριτικός τρόπος συμπεριφοράς, επιτήδευση, υποκρισία
νεοελλ.
(στα ομαδικά αθλήματα) εξαπάτηση αντίπαλου παίκτη με κατάλληλη κίνηση του σώματος
αρχ.
1. το να παίρνει κανείς κάτι για τον εαυτό του, η πρόσκτηση
2. απαίτηση, αξίωση
3. ανάρμοστη οικειοποίηση πραγμάτων που ανήκουν σε άλλους, σφετερισμός («ἡ δὲ προσποίησις ἡ μὲν ἐπὶ τὸ μεῑζον, ἀλαζονεία», Αριστοτ.).