πρωτοπήμων: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που για πρώτη [[φορά]] ή περισσότερο βλάπτει, προκαλεί [[ζημιά]] ή [[κακό]] σε κάποιον, ο [[πρώτος]] [[αίτιος]] ενός κακού («βροτοὺς θρασύνει γὰρ [[αἰσχρόμητις]] [[τάλαινα]] παρακοπὰ [[πρωτοπήμων]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πήμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[πῆμα]] «[[συμφορά]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-[[πήμων]].
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που για πρώτη [[φορά]] ή περισσότερο βλάπτει, προκαλεί [[ζημιά]] ή [[κακό]] σε κάποιον, ο [[πρώτος]] [[αίτιος]] ενός κακού («βροτοὺς θρασύνει γὰρ [[αἰσχρόμητις]] [[τάλαινα]] παρακοπὰ [[πρωτοπήμων]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πήμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[πῆμα]] «[[συμφορά]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-[[πήμων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρωτοπήμων:''' -ονος, ὁ, ἡ, [[πρωταίτιος]] του κακού, σε Αισχύρ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτοπήμων Medium diacritics: πρωτοπήμων Low diacritics: πρωτοπήμων Capitals: ΠΡΩΤΟΠΗΜΩΝ
Transliteration A: prōtopḗmōn Transliteration B: prōtopēmōn Transliteration C: protopimon Beta Code: prwtoph/mwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, (πῆμα)

   A first cause of ill, A.Ag.223 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 805] ονος, zuerst od. zumeist schadend, Aesch. Ag. 216.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοπήμων: -ονος, ὁ, ἡ, (πῆμα) ὁ πρῶτος αἴτιος τοῦ κακοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 224.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
qui est la source des maux.
Étymologie: πρῶτος, πῆμα.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που για πρώτη φορά ή περισσότερο βλάπτει, προκαλεί ζημιά ή κακό σε κάποιον, ο πρώτος αίτιος ενός κακού («βροτοὺς θρασύνει γὰρ αἰσχρόμητις τάλαινα παρακοπὰ πρωτοπήμων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -πήμων (< πῆμα «συμφορά»), πρβλ. πολυ-πήμων.

Greek Monotonic

πρωτοπήμων: -ονος, ὁ, ἡ, πρωταίτιος του κακού, σε Αισχύρ.