πυγμαχία: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
(35)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν ΜΑ, και επικ. τ. πυγμαχιη Α [[πυγμάχος]]<br />[[άθλημα]] για ερασιτέχνες και, [[σήμερα]], και για επαγγελματίες, η [[τακτική]] του οποίου περιλαμβάνει [[άμυνα]] και [[επίθεση]] με τις πυγμές, [[άθλημα]] που εισήχθη ως ολυμπιακό [[αγώνισμα]] στην αρχαία [[Ελλάδα]] [[γύρω]] στο 630 π. Χ., [[δηλαδή]] [[κατά]] την 37η [[Ολυμπιάδα]].
|mltxt=η, Ν ΜΑ, και επικ. τ. πυγμαχιη Α [[πυγμάχος]]<br />[[άθλημα]] για ερασιτέχνες και, [[σήμερα]], και για επαγγελματίες, η [[τακτική]] του οποίου περιλαμβάνει [[άμυνα]] και [[επίθεση]] με τις πυγμές, [[άθλημα]] που εισήχθη ως ολυμπιακό [[αγώνισμα]] στην αρχαία [[Ελλάδα]] [[γύρω]] στο 630 π. Χ., [[δηλαδή]] [[κατά]] την 37η [[Ολυμπιάδα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πυγμᾰχία:''' ἡ, [[πυγμαχία]], Λατ. [[pugilatus]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυγμᾰχία Medium diacritics: πυγμαχία Low diacritics: πυγμαχία Capitals: ΠΥΓΜΑΧΙΑ
Transliteration A: pygmachía Transliteration B: pygmachia Transliteration C: pygmachia Beta Code: pugmaxi/a

English (LSJ)

Ep. πυγμαχίη, ἡ,

   A boxing, Il.23.653,665, Pi.O.11(10).12, etc.: pl., Pratin.Lyr.1.8, Opp.C.2.20.

German (Pape)

[Seite 813] ἡ, der Faustkampf; Il. 23, 653. 665; Pind. N. 6, 26 Ol. 10, 12.

Greek (Liddell-Scott)

πυγμᾰχία: ἡ, τὸ πυχμαχεῖν, τὸ μάχεσθαι διὰ τῆς πυγμῆς, τὸ πυκτεύειν, Λατ. pugilatus, Ἰλ. Ψ. 653, 655, Πινδ. Ο. 11 (10). 12, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Πρατίν. 1. 10.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
pugilat.
Étymologie: πυγμάχος.

English (Slater)

πυγμᾰχία
   1 boxing τεᾶς τυγμαχίας ἕνεκεν (O. 11.12) ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων (N. 6.25)

Greek Monolingual

η, Ν ΜΑ, και επικ. τ. πυγμαχιη Α πυγμάχος
άθλημα για ερασιτέχνες και, σήμερα, και για επαγγελματίες, η τακτική του οποίου περιλαμβάνει άμυνα και επίθεση με τις πυγμές, άθλημα που εισήχθη ως ολυμπιακό αγώνισμα στην αρχαία Ελλάδα γύρω στο 630 π. Χ., δηλαδή κατά την 37η Ολυμπιάδα.

Greek Monotonic

πυγμᾰχία: ἡ, πυγμαχία, Λατ. pugilatus, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.